Saturday, November 28, 2009

Ο Παρίας - Graham Masterton

«...Άρχισα να πλησιάζω το λευκό αντικείμενο πάνω από την επιφάνεια του βυθού, κολυμπώντας και αναπνέοντας σταθερά. Το αντικείμενο άλλαζε θέσεις μέσα στο νερό, άλλαζε θέσεις και περιστρεφόταν, σαν να το παράσερνε νωχελικά το παλιρροιακό ρεύμα· και, καθώς πλησίαζα περισσότερο, κατάλαβα πως δεν μπορούσε να είναι ούτε ο Έντουαρντ ούτε ο Φόρεστ, γιατί έμοιαζε πιο πολύ με κομμάτι από το πανί κάποιου κότερου που είχε μπλεχτεί σε κάποιο βαρύ αλιευτικό μηχάνημα, και είχε βυθιστεί στον πυθμένα.

Μόνο όταν βρέθηκα πολύ κοντά, όχι πάνω από ένα μέτρο, συνειδητοποίησα με μια παγωμένη αίσθηση απελπισίας, τρόμου και αηδίας πως το αντικείμενο ήταν μια πνιγμένη γυναίκα. Περιστρεφόταν στο νερό, καθώς πλησίαζα, και είδα ένα πρόσωπο πρησμένο και αόμματο, ένα στόμα μισοφαγωμένο από τα ψάρια, μαλλιά που υψώνονταν πάνω από το κεφάλι σαν φύκια. Φορούσε ένα λευκό νυχτικό, που κυμάτιζε ανάλογα με τη ροή του ρεύματος. Ο αστράγαλός της ήταν μπλεγμένος σε ένα κομμάτι από δίχτυ που πρέπει να ανήκε σε κάποια τράτα – και το οποίο ήταν εκείνο που κρατούσε το πτώμα παγιδευμένο στον βυθό – αλλά το κορμί είχε φουσκώσει τόσο με αέριο που στεκόταν πια όρθιο, χορεύοντας ένα γκροτέσκο υποθαλάσσιο μπαλέτο, ολομόναχο, βυθισμένο, κάτω από τα κύματα του Ισθμού του Γκράνιτχεντ...»

«...Με μάτια έτοιμα να εκραγούν, με το κεφάλι να γυρίζει, κατάφερα μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνω μια περιστροφή για να δω τι ήταν εκείνο που είχε πιάσει τον αστράγαλό μου. Με τρόμο είδα πως ήταν η νυχτικιά της νεκρής γυναίκας, μέσα στην οποία συνέχιζε τον φρικιαστικό υδάτινο χορό της. Οι κινήσεις μου θα πρέπει να την είχαν απελευθερώσει από τα δίχτυα της τράτας όταν πέρασα για πρώτη φορά δίπλα της, και θα πρέπει να με ακολούθησε προς τα πάνω, φουσκωμένη από τα βακτηριδιακά αέρια, σα σημαδούρα. Όταν η νυχτικιά της, όμως, μπλέχτηκε γύρω από το πόδι μου, το πτώμα θα πρέπει να γύρισε ανάποδα, και το αέριο στο εσωτερικό της βγήκε προς τα έξω, κάνοντας το νεκρό σώμα βαρύτερο, με αποτέλεσμα να αρχίσει να με παρασέρνει προς τα κάτω.

Διπλώθηκα στα δύο και προσπάθησα να σκίσω τη νυχτικιά με τα χέρια μου, αλλά το μουσκεμένο ύφασμα αρνιόταν να κοπεί, και έμενε τυλιγμένο σφικτά γύρω από το πόδι μου και τον αστράγαλό μου σαν βρεγμένο μαστίγιο. Άπλωσα το χέρι μου στον μηρό, και με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τραβήξω από τη θήκη του το μαχαίρι μου, αλλά το πτώμα εξακολουθούσε να περιστρέφεται και να βυθίζεται και έμοιαζε σχεδόν αδύνατο να κόψω τη νυχτικιά δίχως να κόψω συγχρόνως και το ίδιο μου το πόδι.

Δύο, τρία, τέσσερα σκισίματα, και γνώριζα πως δεν μου είχε απομείνει αρκετό οξυγόνο στους πνεύμονες για να κάνω τίποτα άλλο παρά μόνο να βγω το συντομότερο δυνατό στην επιφάνεια. Αλλά έκανα ένα ακόμα κόψιμο στο ύφασμα, και σαν από θαύμα, εκείνο σκίστηκε. Το πτώμα της γυναίκας βυθίστηκε πάλι πίσω στο σκοτάδι, μέσα στα σύννεφα της λάσπης και του θολού νερού...»

Μετάφραση: Τάσος Νικογιάννης
Εκδόσεις: Οξύ

Sunday, November 22, 2009

Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ - Όσκαρ Ουάιλντ

«...Ο Ντόριαν Γκραίυ κοίταξε το πορτραίτο. Έξαφνα τον κυρίεψε ανεξέλεγκτο μίσος για τον Μπάζιλ Χόλγωρντ, που λες και το είχε υποβάλει το είδωλο του μουσαμά, ψιθυρίζοντας στο αυτί του με τα χείλη που μειδιούσαν. Μέσα του ανασάλευαν τα άγρια πάθη του παγιδευμένου αγριμιού. Κοίταξε γύρω με άγριο βλέμμα. Στη μεγάλη ζωγραφιστή κασέλα απέναντί του είδε κάτι να γυαλίζει. Το βλέμμα του στάθηκε εκεί. Ήξερε καλά τι ήταν. Ήταν ένα μαχαίρι που είχε φέρει από κάτω πριν από λίγες μέρες, για να κόψει ένα κομμάτι σχοινί, και ξέχασε να το κατεβάσει πάλι. Προχώρησε αργά προς την κασέλα περνώντας δίπλα από τον Χόλγωρντ. Μόλις έφτασε πίσω του, έπιασε το μαχαίρι και έκανε μεταβολή. Ο Χόλγωρντ σάλεψε στην καρέκλα του, σαν να πήγαινε να σηκωθεί. Χίμηξε τότε καταπάνω του και έχωσε το μαχαίρι στη μεγάλη φλέβα που είναι πίσω από το αυτί, πιέζοντας το κεφάλι του ζωγράφου πάνω στο τραπέζι και χτυπώντας τον απανωτά.

Ακούστηκε ένα πνιχτό βογγητό και ύστερα ο φρικτός ρόγχος του ανθρώπου που πνίγεται στο αίμα του. Τα απλωμένα μπράτσα του τινάχτηκαν σπασμωδικά τρεις φορές, σείοντας στον αέρα τα αλλόκοτα χέρια με τα άκαμπτα δάχτυλα. Ο Ντόριαν Γκραίυ τον χτύπησε άλλες δυο φορές, μα αυτός δεν σάλεψε καθόλου. Κάτι άρχισε να στάζει στο πάτωμα. Περίμενε μια στιγμή, εξακολουθώντας να πιέζει το κεφάλι στο τραπέζι. Ύστερα έριξε το μαχαίρι στο τραπέζι και αφουγκράστηκε.

Δεν ακουγόταν τίποτε. Μόνο το τικ τικ από τις σταγόνες που έσταζαν στο φθαρμένο χαλί. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Το σπίτι ήταν εντελώς ήσυχο. Δεν υπήρχε κανείς. Έμεινε μερικά δευτερόλεπτα σκυμμένος στην κουπαστή, κοιτάζοντας κάτω, μέσα στο μαύρο κοχλαστό πηγάδι του σκότους. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί και επέστρεψε στο δωμάτιο. Μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.

Το πράγμα ήταν ακόμα καθισμένο στην καρέκλα, απλωμένο στο τραπέζι με το κεφάλι σκυφτό, με τη ράχη κυρτωμένη και με μακριά αλλόκοτα χέρια. Αν δεν ήταν η κόκκινη οδοντωτή εγκοπή στο λαιμό και η πηχτή μαύρη λίμνη που απλωνόταν σιγά σιγά στο τραπέζι, θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος απλώς κοιμάται...»

Μετάφραση: Δημήτρης Γ. Κίκιζας
Εκδόσεις: Σμίλη