Wednesday, October 5, 2011

Ο Ιδιωτικός Βίος του Μάξουελ Σιμ - Τζόναθαν Κόου

«...Με την Έμα όμως ήταν αλλιώς. Εκείνη δεν έλεγε τίποτα στην αρχή. Η μόνη ένδειξη πως είχε αντιληφθεί την απόφασή μου ήταν ένα μήνυμα στην οθόνη, που έλεγε "Υπολογισμός διαδρομής". Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η φωνή ξανακούστηκε. Ο τόνος της δεν είχε αλλάξει καθόλου. Παρέμενε ήρεμος, μετρημένος. Απόλυτα απτόητος από τη μικρή μου ανταρσία. "Προχωρήστε περίπου τρεισήμισι χιλιόμετρα στον ίδιο δρόμο", είπε. Αυτό ήταν. Ούτε διαφωνίες ούτε σαρκασμοί ούτε ερωτήσεις. Αποδεχόταν την εξουσία μου και ανταποκρινόταν αναλόγως. Θεέ μου - πόσο εύκολη θα ήταν η ζωή μου αν συμπεριφερόταν κι η Κάρολαϊν λίγο πιο συχνά έτσι! Είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι πως στην Έμα είχα βρει σχεδόν την τέλεια σύντροφο. Πάτησα το κουμπί "Χάρτης" μόνο και μόνο για να την ακούσω να το λέει ξανά. 
- Προχωρήστε περίπου τρεισήμισι χιλιόμετρα στον ίδιο δρόμο.
Τι ωραίο. Μου άρεσε τόσο πολύ η παύση που έκανε μετά τη λέξη "χιλιόμετρα". Το πρόφερε σαν να ήταν στίχος από ποίημα...»

«...Το βλέμα της έπεσε για μια στιγμή στο γαλάζιο ντοσιέ που είχα στα πόδια μου. "Το βρήκες, λοιπόν, αυτό που έψαχνες;"
"Το βρήκα. Νομίζω πως είναι κάτι ποιήματα του πατέρα μου και τέτοια. Προφανώς έχει χάσει το άλλο αντίγραφο, και τώρα αυτό εδώ είναι το μοναδικό που υπάρχει". Το ξεφύλλισα στα γρήγορα και είδα ότι ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα: το ένα γραμμένο σε στίχους και το άλλο σε πεζό λόγο. "Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο σημαντικό. Αλλά μάλλον θα πρέπει να το φυλάξω. Περίεργος τίτλος", πρόσθεσα κοιτώντας την πρώτη σελίδα. "Δύο ντουέτα".
"Χμμ, κατάλαβα", είπε η μις Έριθ. "Το μισό του Έλιοτ".
"Το μισό του Έλιοτ;"
"Του Τ. Σ. Έλιοτ. Τον έχεις ακουστά, έτσι δεν είναι;"
"Και βέβαια τον έχω ακουστά", είπα με τόνο αμυντικό. Και πρόσθεσα, για να μην αφήσω καμιά αμφιβολία πως είχα το σωστό πρόσωπο κατά νου: "Αυτός που έγραψε τους στίχους για τις Γάτες, έτσι;"
"Το πιο διάσημο ποίημά του είναι τα Τέσσερα κουαρτέτα", είπε η μις Έριθ. "Δεν τα έχεις διαβάσει;"
Κούνησα το κεφάλι. "Τι λένε;"...»
«...Άλλο ένα μοναχικό γεύμα, άλλος ένας σταθμός εξυπηρέτησης σε αυτοκινητόδρομο, άλλο ένα πανίνο. Αυτή τη φορά, μανιτάρια, προσούτο και πράσινη σαλάτα.
Σταθμός εξυπηρέτησης Άμπινγκτον. Ένα Ευχάριστο Διάλειμμα. Τι να κάνω - μ' αρέσουν αυτά τα μέρη. Εκεί νιώθω σαν στο σπίτι μου. Μου άρεσαν οι καρέκλες από σκούρο ξύλο και τα τραπέζια από ξανθό ξύλο, αυτό το στυλ Habitat, που θυμίζει πολύ δεκαετία του '90. Μου άρεσαν οι δύο μεγάλες γιούκες ανάμεσα στα τραπέζια. Μου άρεσε ο εξωτερικός χώρος με τα τραπέζια, οι κλειστές ομπρέλες του ήλιου που ανέμιζαν στο υγρό αεράκι της μέρας. Μου άρεσε που εδώ, στη μέση μιας τόσο εντυπωσιακής υπαίθρου, κάποιος σχεδίασε και κατασκεύασε αυτή τη μικρή όαση αστικής κοινοτοπίας. Μου άρεσε η ευχαρίστηση και η προσδοκία στα πρόσωπα των ανθρώπων την ώρα που έπαιρναν τους δίσκους με την πίτσα και το ψάρι με τις τηγανητές πατάτες από τον πάγκο του "Κόφι Πρίμο", με τη βεβαιότητα πως επρόκειτο να απολαύσουν ένα σπουδαίο φαγοπότι. Τέτοια μέρη μ' αρέσουν. Σε τέτοια μέρη νιώθω άνετα...»

Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις: Πόλις

Tuesday, June 21, 2011

Για Μια Χούφτα Βινύλια - Χίλντα Παπαδημητρίου

«...Με φωνάζουνε Νεκροθάφτη. Ξέρεις γιατί; Γιατί έχω επινοήσει ένα δικό μου σύστημα αρχειοθέτησης των δίσκων. Ανάλογα με το πόσα νεκρά μέλη έχει το κάθε συγκρότημα. Σε άλλο ράφι βάζω τα συγκροτήματα με έναν πεθαμένο μουσικό, σε άλλο ράφι με δύο, σε άλλο με τρία. Αλλά έχω ένα πρόβλημα. Όλο πεθαίνουν κι άλλα μέλη των συγκροτημάτων, και αναγκάζομαι να τους αλλάζω θέση...»

«...Βλέποντας ότι το ασανσέρ βρισκόταν στους πάνω ορόφους, ο Χάρης άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Τον ακολουθούσε η Σόνια, η οποία σταματούσε κάθε τόσο για να πάρει ανάσα, σαν να είχε αποκάμει τελείως. Καλά εγώ, σκέφτηκε ο Χάρης λαχανιασμένος, είμαι πάνω από 105 κιλά και αγύμναστος. Αυτή, που ασχολείται με τη γιόγκα και σκαρφαλώνει συνέχεια στα κατσάβραχα, πώς κάνει έτσι;...»

«...Φτάνοντας στον τρίτο, είδε την πόρτα του μικρού τριαριού να χάσκει ορθάνοιχτη όπως πάντα. Όρμησε μέσα, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, συνδυάζοντας γεγονότα. Μόνο να τον προλάβω. Δεν δείχνει για τύπος που αυτοκτονεί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Α, ρε Φώντα, γαμώτο.
Έτρεξε από δωμάτιο σε δωμάτιο, και στη μικρή κρεβατοκάμαρα είδε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Πετάχτηκε στο μπαλκόνι. Ήταν άδειο. Κοίταξε τον δρόμο από κάτω με τρόμο. Τίποτα. Απορημένος ξαναμπήκε στο διαμέρισμα και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τη Σόνια.
"Πού είναι;" τον ρώτησε με αγωνία. "Τον βλέπεις; Μήπως πήδηξε στο διπλανό μπαλκόνι;"
"Τι λες, ρε Σόνια; Πώς γίνεται να πηδήξει ο Φώντας στο διπλανό μπαλκόνι; Γάτος είναι;"
"Ποιος Φώντας;" έβαλε εκείνη τα γέλια. "Για τον Άχαμπ σού μιλάω τόση ώρα. Τον είχα βγάλει από το καλαθάκι του, κι αυτός πήγε στο μπαλκόνι...»

«...Τι ωραία θα ήταν να είχε έναν κολλητό, όπως ο Τζον είχε τον Πολ, και οι δυο μαζί τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο. Να είχε έναν φίλο να του διηγηθεί τη φιλία του με τη Μαρίτα και να τον ρωτήσει τη γνώμη του, τι έπρεπε να κάνει...»

Εκδόσεις: Μεταίχμιο 2011

Tuesday, March 29, 2011

Η Τζούλιετ Γυμνή - Nick Hornby

«...Ο Ντάνκαν δεν είχε νιώσει ποτέ λαχτάρα για αλλαγή, όπως τα δυο διπλανά κομμάτια ενός παζλ δε νιώθουν ποτέ λαχτάρα να αλλάξουν θέση - απ' όσο μπορούμε να ξέρουμε, τουλάχιστον. Αν τώρα, έτσι για να κάνουμε κουβέντα, φανταζόμασταν ότι τα κομμάτια του παζλ έχουν σκέψεις και συναισθήματα, τότε ίσως τα ακούγαμε να μονολογούν, "Εγώ θα μείνω εδώ. Πού να τρέχω τώρα;" Κι αν ένα άλλο κομματάκι ερχόταν και κουνούσε τις ακρούλες του προκλητικά, προσπαθώντας να δελεάσει το ένα κομματάκι, εκείνο δε θα δυσκολευόταν να αντισταθεί στον πειρασμό. "Κοίτα", θα έλεγε το κομματάκι που ήταν αντικείμενο του πόθου, "εσύ είσαι ένα κομματάκι από τηλεφωνικό θάλαμο, κι εγώ είμαι ένα κομματάκι από το πρόσωπο της Μαρίας, της βασίλισσας της Σκοτίας. Δε θα κολλάγαμε". Και το πράγμα θα τέλειωνε εκεί.
Τώρα όμως ο Ντάνκαν είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν η παρομοίωση με το παζλ ταίριαζε στις σχέσεις ανδρών και γυναικών, τελικά. Δε λάμβανε υπόψη της την αναθεματισμένη ξεροκεφαλιά των ανθρωπίνων όντων, την αποφασιστικότητά τους να κολλήσουν στον άλλον ακόμα κι όταν δεν ταιριάζουν. Δεν τους πειράζει να πιεστούν για να ταιριάξουν τις παράταιρες γωνίες τους, ούτε δίνουν δεκάρα για τη διαφορά των τηλεφωνικών θαλάμων και τη Μαρία, τη βασίλισσα της Σκοτίας. Δεν τους προκαλεί ενδιαφέρον το ιδανικό και λογικό ταίριασμα, αλλά τα μάτια, το στόμα, το χαμόγελο, το μυαλό, το στήθος, το στέρνο και τα οπίσθια του άλλου, η εξυπνάδα, η καλοσύνη, η χάρη, ο ρομαντισμός, κι ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με το φτιάξιμο ενός σωστού παζλ...»

«...Η Άννι όμως κοιτούσε πάντοτε μια γυναίκα προς τα δεξιά, γονατισμένη στο χώμα, η οποία έφτιαχνε το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Φορούσε κάτι που έμοιαζε με κανονικό μακρύ παλτό κι ένα κινέζικο καπέλο, που την έκανε να μοιάζει κακομοίρα, σαν φτωχή γριά αγρότισσα από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Κάθε φορά που η Άννι κοιτούσε τη φωτογραφία, σκεφτόταν. Είσαι νεκρή πια. Θα ήθελες να μην είχες σπαταλήσει το χρόνο σου φτιάχνοντας κάστρα στην άμμο; Θα ήθελες να έχεις πει, Να πάνε να γαμηθούνε όλοι, και να είχες βγάλει το παλτό σου για να λιαστείς; Βρισκόμαστε σ' αυτόν τον κόσμο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Γιατί να σπαταλήσουμε ένα μέρος του χτίζοντας πύργους στην άμμο;»

«...Ο Ντίκενς είναι ο κατεξοχήν τύπος που, κοιτάζοντας τη ζωή του, μπορείς να πεις με σιγουριά: να ένας άνθρωπος που δε σπατάλησε ούτε λεπτό. Συμβαίνει συχνά αυτό, έτσι δεν είναι; Κάποιοι άνθρωποι να έλκονται από το αντίθετό τους;
Αλλά δε βρίσκεις πολλούς ανθρώπους σαν το Γερο-Ντίκενς. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κάνουν δουλειές που αντέχουν στο χρόνο. Πουλάνε κρικάκια για κουρτίνες μπάνιου, σαν τον τύπο που παίζει ο Τζον Κάντυ σ' εκείνη την ταινία. (Τα κρικάκια, φυσικά, αντέχουν στο χρόνο. Αλλά δε νομίζω ότι οι άνθρωποι θα αναφέρονται σ' αυτά ως έργο ζωής μετά το θάνατό σου.) Άρα, δεν είναι τόσο αυτό που κάνεις. Δεν μπορεί να είναι αυτό, δε συμφωνείς; Πρέπει να έχει σχέση με το τι λογής άνθρωπος είσαι, αν αγαπάς τους άλλους, με το πώς φέρεσαι στον εαυτό σου και στους γύρω σου...»

Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις: Πατάκη

Monday, February 7, 2011

Το Κάστρο του Οτράντο - Horace Walpole

«...Σιωπή βασίλευε στα διαμερίσματα της Ιππολύτης. Αλλά ο μαρκήσιος δεν παραξενεύτηκε, γιατί νόμιζε ότι η πριγκίπισσα βρισκόταν στο προσευχητήριό της, όπως του είχε πει ο υπηρέτης. Προχώρησε. η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Το βράδυ σκοτεινό και συννεφιασμένο. Έσπρωξε μαλακά την πόρτα και τότε είδε κάποιον που ήταν γονατισμένος μπροστά στο βωμό. Πλησίασε αργά και τότε διαπίστωσε ότι δεν ήταν γυναίκα, αλλά κάποιος που φορούσε καλογερίστικο ράσο και του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ο άνθρωπος έδειχνε να 'ναι βυθισμένος σε προσευχή. Ο μαρκήσιος ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, η μορφή σηκώθηκε μένοντας για λίγο ακίνητη. Ο μαρκήσιος υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν κάποιος ιερέας και θέλοντας να ζητήσει συγγνώμη για την ενόχληση, είπε: "Ζητώ συγγνώμη, ευσεβέστατε πατέρα, αλλά αναζητώ τη λαίδη Ιππολύτη". "Τη λαίδη Ιππολύτη;" είπε ο άγνωστος. "Γι' αυτό ήρθες στο κάστρο; Για τη λαίδη Ιππολύτη"; Και γύρισε αργά - αργά. Και τότε, ο Φρειδερίκος, με φρίκη, είδε να τον κοιτάζει μες απ' την κουκούλα του ράσου η νεκροκεφαλή ενός σκελετού. "Άγγελοι τ' ουρανού, βοηθήστε με", ψέλλισε κι οπισθοχώρησε. "Σου χρειάζεται η βοήθειά τους", απάντησε το φάντασμα. Ο Φρειδερίκος έπεσε στα γόνατα και ικέτεψε το φάντασμα να τον λυπηθεί. "Δε με θυμάσαι, λοιπόν, Φρειδερίκε;" ρώτησε το πνεύμα. "Δε θυμάσαι το δάσος της Ιόππης"; "Θεέ μου", φώναξε τρέμοντας ο Φρειδερίκος, "είσαι, είσαι ο ερημίτης. Καημένο πνεύμα, πες μου τι θέλεις να κάνω για να ξαναγαληνέψεις;" "Έτσι, λοιπόν", απάντησε το φάντασμα, "λευτερώθηκες απ' τη σκλαβιά των άπιστων για να υποδουλωθείς στις ηδονές της σάρκας, ε; Ξέχασες το θαμμένο ξίφος και το θέλημα τ' ουρανού, που είναι γραμμένο στη λεπίδα του;" "Όχι, όχι, ευλογημένο πνεύμα, δεν το ξέχασα", απάντησε ο Φρειδερίκος, "αλλά πες μου, τι άλλο απομένει να κάνω;" "Να ξεχάσεις τη Ματθίλδη", απάντησε το φάντασμα και χάθηκε...»
«...Το φεγγάρι μεσουρανούσε κι αυτός διάβασε στα λυπημένα πρόσωπα της συνοδείας εκείνο που φοβόταν. "Πέθανε;" ρώτησε με σπασμένη φωνή. Εκείνη τη στιγμή ένας κεραυνός τράνταξε συθέμελα το κάστρο. Η γης αναταράχτηκε. Ακούστηκε ο θόρυβος μιας υπερφυσικής πανοπλίας. Ο Φρειδερίκος κι ο Ιερώνυμος νόμισαν ότι είχε φτάσει η μέρα της Κρίσης, η Δευτέρα Παρουσία. Έτρεξαν έξω στην αυλή παίρνοντας μαζί τους και τον Θεόδωρο. Αλλά την ώρα που εμφανίστηκε αυτός, το τείχος πίσω από τον Μάνφρεντ γκρεμίστηκε σ' ερείπια. Τεράστια, γιγάντια, μες από τον κουρνιαχτό των χαλασμάτων, εμφανίστηκε η μορφή του Αλφόνσου. Με φωνή απόκοσμη είπε: "Αυτός, θνητοί, είναι ο αγαπημένος μου. Ο Θεόδωρος είναι ο πραγματικός κληρονόμος του Αλφόνσου". Μια εκκωφαντική βροντή συνόδεψε τα λόγια του φαντάσματος. Ύστερα, άρχισε να υψώνεται αργά στους ουρανούς. Τα σύννεφα άνοιξαν. Φάνηκε η φωτεινή μορφή του Αγίου Νικολάου, που υποδέχτηκε τη σκιά του Αλφόνσου. Αμέσως, μια υπερκόσμια λάμψη τύλιξε και τις δύο μορφές. Και την άλλη στιγμή χάθηκαν από τα μάτια των ανθρώπων...»

Μετάφραση: Μάκης Πανώριος - Παναγιώτης Σκάγιαννης
Εκδόσεις: Αίολος