Sunday, November 22, 2009

Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ - Όσκαρ Ουάιλντ

«...Ο Ντόριαν Γκραίυ κοίταξε το πορτραίτο. Έξαφνα τον κυρίεψε ανεξέλεγκτο μίσος για τον Μπάζιλ Χόλγωρντ, που λες και το είχε υποβάλει το είδωλο του μουσαμά, ψιθυρίζοντας στο αυτί του με τα χείλη που μειδιούσαν. Μέσα του ανασάλευαν τα άγρια πάθη του παγιδευμένου αγριμιού. Κοίταξε γύρω με άγριο βλέμμα. Στη μεγάλη ζωγραφιστή κασέλα απέναντί του είδε κάτι να γυαλίζει. Το βλέμμα του στάθηκε εκεί. Ήξερε καλά τι ήταν. Ήταν ένα μαχαίρι που είχε φέρει από κάτω πριν από λίγες μέρες, για να κόψει ένα κομμάτι σχοινί, και ξέχασε να το κατεβάσει πάλι. Προχώρησε αργά προς την κασέλα περνώντας δίπλα από τον Χόλγωρντ. Μόλις έφτασε πίσω του, έπιασε το μαχαίρι και έκανε μεταβολή. Ο Χόλγωρντ σάλεψε στην καρέκλα του, σαν να πήγαινε να σηκωθεί. Χίμηξε τότε καταπάνω του και έχωσε το μαχαίρι στη μεγάλη φλέβα που είναι πίσω από το αυτί, πιέζοντας το κεφάλι του ζωγράφου πάνω στο τραπέζι και χτυπώντας τον απανωτά.

Ακούστηκε ένα πνιχτό βογγητό και ύστερα ο φρικτός ρόγχος του ανθρώπου που πνίγεται στο αίμα του. Τα απλωμένα μπράτσα του τινάχτηκαν σπασμωδικά τρεις φορές, σείοντας στον αέρα τα αλλόκοτα χέρια με τα άκαμπτα δάχτυλα. Ο Ντόριαν Γκραίυ τον χτύπησε άλλες δυο φορές, μα αυτός δεν σάλεψε καθόλου. Κάτι άρχισε να στάζει στο πάτωμα. Περίμενε μια στιγμή, εξακολουθώντας να πιέζει το κεφάλι στο τραπέζι. Ύστερα έριξε το μαχαίρι στο τραπέζι και αφουγκράστηκε.

Δεν ακουγόταν τίποτε. Μόνο το τικ τικ από τις σταγόνες που έσταζαν στο φθαρμένο χαλί. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Το σπίτι ήταν εντελώς ήσυχο. Δεν υπήρχε κανείς. Έμεινε μερικά δευτερόλεπτα σκυμμένος στην κουπαστή, κοιτάζοντας κάτω, μέσα στο μαύρο κοχλαστό πηγάδι του σκότους. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί και επέστρεψε στο δωμάτιο. Μπήκε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.

Το πράγμα ήταν ακόμα καθισμένο στην καρέκλα, απλωμένο στο τραπέζι με το κεφάλι σκυφτό, με τη ράχη κυρτωμένη και με μακριά αλλόκοτα χέρια. Αν δεν ήταν η κόκκινη οδοντωτή εγκοπή στο λαιμό και η πηχτή μαύρη λίμνη που απλωνόταν σιγά σιγά στο τραπέζι, θα έλεγε κανείς ότι ο άνθρωπος απλώς κοιμάται...»

Μετάφραση: Δημήτρης Γ. Κίκιζας
Εκδόσεις: Σμίλη

No comments:

Post a Comment