Wednesday, January 6, 2016

Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ - F. Scott Fitzgerald

«...Τι θα κάνουμε το απόγευμα;» είπε η Νταίζυ. «Τι θα κάνουμε αύριο, τι θα κάνουμε τα επόμενα τριάντα χρόνια;»
«Μην τα βλέπεις τόσο μαύρα» είπε η Τζόρνταν. «Η ζωή αρχίζει ξανά με τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου...»

«...Έκλεινα τα τριάντα. Μπροστά μου εκτεινόταν ο δρόμος μιας νέας δεκαετίας, δυσοίωνος και απειλητικός.
Ήταν εφτά η ώρα όταν μπήκαμε στο κουπέ και ξεκινήσαμε για το Λονγκ Άιλαντ. Ο Τομ μιλούσε συνέχεια, γελούσε και θριαμβολογούσε, αλλά η φωνή του ήταν τόσο απόμακρη για την Τζόρνταν κι εμένα όσο η βαβούρα στο πεζοδρόμιο ή ο θόρυβος του εναέριου. Η ανθρώπινη συμπάθεια έχει τα όριά της κι εμείς δεν είχαμε αντίρρηση να αφήσουμε τις τραγικές προστριβές τους να ξεθωριάσουν μαζί με τα φώτα της πόλης πίσω μας. Τριάντα - η υπόσχεση μιας δεκαετίας μοναξιάς, όλο και λιγότεροι εργένηδες στον κύκλο των γνωριμιών σου, όλο και πιο αραιοί οι ενθουσιασμοί, όλο και πιο αραιά μαλλιά. Αλλά δίπλα μου ήταν η Τζόρνταν, που ήταν σοφότερη από την Νταίζυ και δεν κουβαλούσε ξεχασμένα όνειρα από τη μια ηλικία στην άλλη. Καθώς περνούσαμε από τη σκοτεινή γέφυρα, το ωχρό πρόσωπό της έγειρε νωχελικά στον ώμο του σακακιού μου και ο φοβερός χτύπος των τριάντα έσβησε με το καθησυχαστικό σφίξιμο του χεριού της.
Κι έτσι τρέχαμε προς τον θάνατο στη δροσιά του σούρουπου...»

«...Κανένα τηλεφωνικό μήνυμα δεν έφτασε, αλλά ο μπάτλερ δεν κοιμήθηκε και περίμενε μέχρι τις τέσσερις - όταν πια δεν υπήρχε κανένας να το παραλάβει, αν έφτανε. Έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Γκάτσμπυ δεν πίστευε ότι θα ερχόταν κανένα μήνυμα, και ίσως και να μην τον ένοιαζε πια. Αν ήταν έτσι, θα πρέπει να ένιωθε ότι είχε χάσει τον παλιό κόσμο του, ότι είχε καταβάλει μεγάλο τίμημα ζώντας τόσα χρόνια με ένα και μοναδικό όνειρο. Θα πρέπει να κοίταξε ψηλά και να είδε μέσα από τρομακτικά φύλλα έναν ουρανό που δεν τού ήταν οικείος, θα πρέπει να ανατρίχιασε διαπιστώνοντας τι αλλόκοτο, τραγελαφικό, πράγμα είναι ένα τριαντάφυλλο και πόσο ωμό ήταν το φως του ήλιου πάνω στο ελάχιστο γρασίδι. Ένας νέος κόσμος, υλικός χωρίς να είναι πραγματικός, όπου περιπλανιόνται φτωχά φαντάσματα που αναπνέουν όνειρα σαν να ήταν αέρας... όπως εκείνη η χλομή, απόκοσμη μορφή που κινούνταν αθόρυβα προς το μέρος του μέσα από τα άμορφα δέντρα...»

Μετάφραση: Άρης Μπερλής
Εκδόσεις: Άγρα, 2012