Wednesday, August 1, 2012

Ο Δρόμος των Δακρύων - Χόρχε Μπουκάι

«...Να σου πω μια ιστορία:
 Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη. Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται... αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό...
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπό του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει... Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο... κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.
Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω του. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ' αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει... Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. Ο ορειβάτης δε βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια, δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δε θα μπορέσει κανείς ν' ανέβει να ψάξει γι' αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;
Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ξαφνικά, ακούει μια φωνή μέσα του που του λέει "λύσου!" Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση, ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει "λύσου, λύσου!"
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριό του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμα πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει "λύσου!"... Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος... "λύσου!" Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα του πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ' αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα να σωθεί.
Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του... σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος...»

Μετάφραση: Κωνσταντίνα Επισκοπούλου
Εκδόσεις: Οpera 2010

Friday, March 23, 2012

Το Δαιμόνιο - Γιώργος Θεοτοκάς

«...Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο χωριουδάκι. Ο Ρωμύλος έτρεξε προς ένα σπίτι και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ήταν το σπίτι του φύλακα του Κάστρου που ήταν γνωστός του. Ο Ρωμύλος μπήκε μέσα, συζήτησε λίγη ώρα και γύρισε κουβαλώντας ένα πελώριο κλειδί.
"Πάμε!" πρόσταξε.
Ανεβήκαμε τον ανήφορο και περάσαμε την πέτρινη γέφυρα της τάφρου. Ο Ρωμύλος στάθηκε εμπρός στη σκουριασμένη πόρτα του Κάστρου και τη χτύπησε τρεις φορές με το κλειδί.
"Ανοίξτε!" φώναξε. "Ανοίξτε να περάσει ο θίασος του δουκός"!
Έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά κι άνοιξε με κόπο. Οι στρόφιγγες της πόρτας έτριξαν βαριά. Προχωρήσαμε, μέσα στο σκοτάδι, σ' ένα σκεπαστό κι ανηφορικό διάδρομο. Ο Ρωμύλος έτρεξε μπροστά.
"Ευγενικοί άρχοντες και γλυκιές αρχόντισσες!" φώναξε με στόμφο. "Γενναίοι ιππότες και βιγλάτορες! Ήρθε ο θίασος του παινεμένου του δουκός μας να παίξει για το χατίρι σας και να σας διασκεδάσει. Ελάτε όλοι να μας θαυμάσετε και να γελάσετε και να θρηνήσετε, γιατί τα έργα μας είναι σαν τη ζωή, γεμάτα πάθη και τραγικότητα και χαρά και χάχανα και χίλιες δυο κοροϊδίες. Ελάτε να δείτε το μεγάλο έρωτα του ωραίου Ρωμύλου και της υπέροχης Ιουλιέτας και τα τρελά καμώματα του Πακ στο δάσος της Αθήνας κι όλα τα όνειρα της καλοκαιρινής νυχτιάς! Ελάτε να απολαύσετε! Ελάτε να διδαχτείτε! Ελάτε να συγκινηθείτε και να εξυψωθείτε!"
Άκουσα μια νυχτερίδα που βροντούσε τα φτερά της στις κάμαρες. Στην άκρη του διαδρόμου, η νύχτα έλαμπε πάλλευκη και μυστηριακή...»

«...Περάσαμε το σκοτεινό διάδρομο και βγήκαμε στην εσωτερική πλατεία του Κάστρου, όπου βρίσκεται το σπίτι του δουκός, ολόρθο, ανάμεσα στα χαλάσματα. Αριστερά μας ήταν ο γκρεμνός. Κάτω απλωνότανε ο κάμπος, σπαρμένος μικροσκοπικά χωριά, βουβός και θαμπός στο σεληνόφως. Πιο πέρα, ολόγυρα, ήταν η θάλασσα, αστραφτερή.
Η πανσέληνος αρμένιζε ελεύθερα στον κατακάθαρο ουρανό και πρόσδιδε στο καθετί που άγγιζε με το γαλατένιο φως της ένα ύφος ανάλαφρο, φευγαλέο και εξωτικό. Προς το κέντρο του Κάστρου, οι ίσκιοι των νέων δέντρων σχημάτιζαν ένα πυκνό άλσος, σκοτεινό, αιθέριο, γεμάτο δροσιά και μυστικούς ψιθυρισμούς. Μας καλούσαν, αλλά και μας φόβιζαν λιγάκι. Έτσι καθώς σπαρταρούσαν και καθώς θρόιζαν ανάμεσα στους παλαιικούς και γκρεμισμένους τοίχους, ήταν σαν μια οπτασία, σαν καμιά συντροφιά νεανικά και καλόβολα φαντάσματα που βγήκανε να πάρουν τον αέρα τους στα σύνορα της χώρας των νεκρών. Ψηλότερα από τα δέντρα, οι επάλξεις διαγράφανε μια μαύρη ξεσκισμένη δαντέλα που ξεχώριζε σκληρά απάνω στο αργυρό στερέωμα.
Η Ιφιγένεια έδειξε τα δέντρα στον Μάρτιν.
"Τι δάσος μπορεί να είναι αυτό;" ρώτησε.
"Είναι το δάσος του Midsummer night's dream ή του As You Like It

Ειδική έκδοση για την εφημερίδα "Tο Βήμα" 2012
Σειρά: Κορυφαίοι Έλληνες Πεζογράφοι του 20ου αιώνα
Επιμέλεια σειράς: Ελένη Κεχαγιόγλου

Saturday, March 10, 2012

M is for Magic, by Neil Gaiman


From: "October in the Chair"
"...They squeezed through a huge iron gateway, rusted part open, part closed, and the were in the little meadow at the bottom of the slope.
'This place is cool,' said the Runt.
There were dozens of stones of all sizes in the small meadow. Tall stones, bigger than either of the boys, and small ones, just the right size for sitting on. There were some broken stones. The Runt knew what sort of place this was, but it did not scare him. It was a loved place..."

"...'How did you die?' asked the Runt.
'I got sick,' said Dearly. 'My maw cried and carried on something fierce. Then I died.'
'If I stayed here with you,' said the Runt, 'would I have to be dead, too?'
'Maybe,' said Dearly. 'Well, yeah. I guess.'
'What's it like? Being dead?'
'I don't mind it,' admitted Dearly. 'Worst thing is not having anyone to play with.'
'But there must be lots of people up in that meadow,' said the Runt. 'Don't they ever play with you?'
'Nope,' said Dearly. Mostly, they sleep. And even when they walk, they can't be bothered to just go and see stuff and do things. They can't be bothered with me. You see that tree?'
It was a beech tree, its smooth gray bark cracked with age. It sat in what once must have been the town square, ninety years before.
'Yeah,' said the Runt.
'You want to climb it?'
'It looks kind of high.'
'It is. Real high. But it's easy to climb. I'll show you.'
It was easy to climb. There were handholds in the bark, and the boys went up the big beech like a couple of monkeys or pirates or warriors. From the top of the tree one could see the whole world. The sky was starting to lighten, just a hair, in the east.
Everything waited. The night was ending. The world was holding its breath, preparing to begin again.
'This was the best day I ever had,' said the Runt.
'Me, too," said Dearly..."

I N S T R U C T I O N S

"Touch the wooden gate in the wall you never saw before,
Say 'please' before you open the latch,
go through,
walk down the path.
A red metal imp hangs from the green painted front door,
as a knocker,
do not touch it; it will bite your fingers.
Walk through the house. Take nothing. Eat nothing.
However,
if any creature tells you that it hungers,
feed it.
If it tells you that it is dirty,
clean it.
If it cries to you that it hurts,
if you can,
ease its pain.
From the back garden you will be able to see the wild wood.
The deep well you walk past leads down to Winter's realm;
there is another land at the bottom of it.
If you turn around here,
you can walk back, safely;
you will lose no face. I will think no less of you.

Once through the garden you will be in the wood.
The trees are old. Eyes peer from the undergrowth.
Beneath the twisted oak sits an old woman.
She may ask for something;
give it to her.
She will point the way to the castle.
Inside it are three princesses.
Do not trust the youngest. Walk on.
In the clearing beyond the castle
the twelve months sit about a fire,
warming their feet, exchanging tales.
They may do favors for you, if you are polite.
You may pick strawberries in December's frost.
Trust the wolves, but do not tell them 
where you are going.
The river can be crossed by the ferry. 
The ferryman will take you
(The answer to his question is this:
If he hands the oar to his passenger, 
he will be free to leave the boat.
Only tell him this from a safe distance.)

If an eagle gives you a feather, keep it safe.
Remember: that giants sleep too soundly;
that witches are often betrayed by their appetites;
dragons have one soft spot, somewhere, always;
hearts can be well hidden,
and you betray them with your tongue.
Do not be jealous of your sister:
know that diamonds and roses
are as uncomfortable when they tumble 
from ones lips as toads and frogs:
colder, too, and sharper, and they cut.

Remember your name.
Do not lose hope - what you seek will be found.
Trust ghosts. Trust those that you have
helped to help you in their turn.
Trust dreams.
Trust your heart, and trust your story.

When you come back, return the way you came.
Favors will be returned, debts be repaid.
Do not forget your manners.
Do not look back.
Ride the wise eagle (you shall not fall)
Ride the silver fish (you will not drown)
Ride the gray wolf (hold tightly to his fur)

There is a worm at the heart of the tower;
that is why it will not stand.

When you reach the little house, 
the place your journey started,
you will recognize it,
although it will seem
much smaller than you remember.
Walk up the path, and through the garden gate
you never say before but once.
And then go home. Or make a home.

Or rest."