«Χάρηκα που θέλησε να πάμε στο πάρκο. Ήταν πάντα ωραία εκεί. Ήταν ωραίο μέρος να κάτσεις. Ήταν πολύ μικρό, ένα τετράγωνο το πολύ, αλλά ήταν πολύ σκοτεινό και πολύ ήσυχο και γεμάτο από πυκνούς θάμνους. Γύρω-γύρω υπήρχαν φοίνικες, δεκαπέντε, είκοσι μέτρα ψηλοί, ξαφνικά φουντωτοί στην κορυφή. Με το που έμπαινες στο πάρκο αποκτούσες την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Συχνά φανταζόμουν ότι υπήρχαν σκοποί που φορούσαν αλλόκοτα κράνη: δικοί μου, προσωπικοί σκοποί που φύλαγαν το δικό μου, προσωπικό νησί...
Το πάρκο ήταν ωραίο μέρος να κάτσεις. Μέσα από τους φοίνικες μπορούσες να δεις πολλά κτίρια, τις χοντρές, τετράγωνες σιλουέτες των πολυκατοικιών, με τις κόκκινες επιγραφές στις στέγες τους που κοκκίνιζαν τον ουρανό ψηλά κι όλα τα υπόλοιπα κι όλον τον κόσμο χαμηλά. Αν όμως ήθελες να ξεφορτωθείς αυτά τα πράγματα, το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κάτσεις και να καρφώσεις το βλέμμα σου επάνω τους, σταθερά... κι αυτά άρχιζαν να χάνονται. Μ' αυτόν τον τρόπο μπορούσες να τα στείλεις όσο μακριά σού έκανε κέφι...»
«Ο Μάριο Πετρόνε, ένας γεροδεμένος Ιταλός, κι η Τζάκυ Μίλερ, μια μικροκαμωμένη ξανθιά, ανέβηκαν στην πλατφόρμα μέσα σε σποραδικά χειροκροτήματα. Μίλησαν με το Ρόκυ και μετά άρχισαν να χορεύουν κάτι πανάθλιες κλακέτες. Ούτε ο Μάριο ούτε η Τζάκυ έδειχναν να συνειδητοποιούν ότι ήταν άθλιες. Όταν τέλειωσαν, μερικοί πέταξαν νομίσματα στην πίστα.
"Δώσε κόσμε", είπε ο Ρόκυ. "Λούστε τους στο ασήμι. Δώστε".
Μερικά ακόμη νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Ο Μάριο κι η Τζάκυ τα μάζεψαν, ερχόμενοι προς το μέρος μας.
"Πόσα"; τους ρώτησε η Γκλόρια.
"Περίπου ενάμισι δολάριο", είπε η Τζάκυ.»
«Η Γκλόρια κι εγώ πήγαμε κοντά στην πλατφόρμα του τελετάρχη. Ήταν ωραία εκεί πέρα τέτοια ώρα το απόγευμα. Υπήρχε ένα τρίγωνο ηλιόφωτος που ερχόταν απ' τα διπλά παράθυρα πάνω απ' το μπαρ του Φοινικόκηπου. Διαρκούσε μόνο δέκα λεπτά περίπου αλλά σ' αυτά τα δέκα λεπτά κουνιόμουν αργά μέσα του (έπρεπε να κινούμαι αν δεν ήθελα να με αποκλείσουν) αφήνοντάς το να με καλύπτει ολόκληρο. Ήταν η πρώτη φορά που εκτίμησα τον ήλιο. "Όταν τελειώσει αυτός ο μαραθώνιος", είπα από μέσα μου, "θα περάσω όλη μου τη ζωή στον ήλιο. Ανυπομονώ να πάω στη Σαχάρα να κάνω μια ταινία". Φυσικά, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί τώρα πια.
Παρακολουθούσα το τρίγωνο στο πάτωμα να γίνεται ολοένα και πιο μικρό. Κάποτε έκλεινε τελείως κι άρχιζε να ανεβαίνει στα πόδια μου. Σερνόταν πάνω στο κορμί μου σαν να ήταν ζωντανό. Όταν έφτανε στο πιγούνι μου στεκόμουν στις μύτες, για να κρατήσω το κεφάλι μου μέσα του για όσο πιο πολύ μπορούσα. Δεν έκλεινα τα μάτια μου. Τα κρατούσα ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας τον ήλιο κατάματα. Δεν με τύφλωνε καθόλου. Σ' ένα λεπτό χανόταν.»
Μετάφραση: Βαγγέλης Παραμπούκης
Εκδόσεις: παρατηρητής 1995