«...Άρχισα να πλησιάζω το λευκό αντικείμενο πάνω από την επιφάνεια του βυθού, κολυμπώντας και αναπνέοντας σταθερά. Το αντικείμενο άλλαζε θέσεις μέσα στο νερό, άλλαζε θέσεις και περιστρεφόταν, σαν να το παράσερνε νωχελικά το παλιρροιακό ρεύμα· και, καθώς πλησίαζα περισσότερο, κατάλαβα πως δεν μπορούσε να είναι ούτε ο Έντουαρντ ούτε ο Φόρεστ, γιατί έμοιαζε πιο πολύ με κομμάτι από το πανί κάποιου κότερου που είχε μπλεχτεί σε κάποιο βαρύ αλιευτικό μηχάνημα, και είχε βυθιστεί στον πυθμένα.
Μόνο όταν βρέθηκα πολύ κοντά, όχι πάνω από ένα μέτρο, συνειδητοποίησα με μια παγωμένη αίσθηση απελπισίας, τρόμου και αηδίας πως το αντικείμενο ήταν μια πνιγμένη γυναίκα. Περιστρεφόταν στο νερό, καθώς πλησίαζα, και είδα ένα πρόσωπο πρησμένο και αόμματο, ένα στόμα μισοφαγωμένο από τα ψάρια, μαλλιά που υψώνονταν πάνω από το κεφάλι σαν φύκια. Φορούσε ένα λευκό νυχτικό, που κυμάτιζε ανάλογα με τη ροή του ρεύματος. Ο αστράγαλός της ήταν μπλεγμένος σε ένα κομμάτι από δίχτυ που πρέπει να ανήκε σε κάποια τράτα – και το οποίο ήταν εκείνο που κρατούσε το πτώμα παγιδευμένο στον βυθό – αλλά το κορμί είχε φουσκώσει τόσο με αέριο που στεκόταν πια όρθιο, χορεύοντας ένα γκροτέσκο υποθαλάσσιο μπαλέτο, ολομόναχο, βυθισμένο, κάτω από τα κύματα του Ισθμού του Γκράνιτχεντ...»
«...Με μάτια έτοιμα να εκραγούν, με το κεφάλι να γυρίζει, κατάφερα μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνω μια περιστροφή για να δω τι ήταν εκείνο που είχε πιάσει τον αστράγαλό μου. Με τρόμο είδα πως ήταν η νυχτικιά της νεκρής γυναίκας, μέσα στην οποία συνέχιζε τον φρικιαστικό υδάτινο χορό της. Οι κινήσεις μου θα πρέπει να την είχαν απελευθερώσει από τα δίχτυα της τράτας όταν πέρασα για πρώτη φορά δίπλα της, και θα πρέπει να με ακολούθησε προς τα πάνω, φουσκωμένη από τα βακτηριδιακά αέρια, σα σημαδούρα. Όταν η νυχτικιά της, όμως, μπλέχτηκε γύρω από το πόδι μου, το πτώμα θα πρέπει να γύρισε ανάποδα, και το αέριο στο εσωτερικό της βγήκε προς τα έξω, κάνοντας το νεκρό σώμα βαρύτερο, με αποτέλεσμα να αρχίσει να με παρασέρνει προς τα κάτω.
Διπλώθηκα στα δύο και προσπάθησα να σκίσω τη νυχτικιά με τα χέρια μου, αλλά το μουσκεμένο ύφασμα αρνιόταν να κοπεί, και έμενε τυλιγμένο σφικτά γύρω από το πόδι μου και τον αστράγαλό μου σαν βρεγμένο μαστίγιο. Άπλωσα το χέρι μου στον μηρό, και με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τραβήξω από τη θήκη του το μαχαίρι μου, αλλά το πτώμα εξακολουθούσε να περιστρέφεται και να βυθίζεται και έμοιαζε σχεδόν αδύνατο να κόψω τη νυχτικιά δίχως να κόψω συγχρόνως και το ίδιο μου το πόδι.
Δύο, τρία, τέσσερα σκισίματα, και γνώριζα πως δεν μου είχε απομείνει αρκετό οξυγόνο στους πνεύμονες για να κάνω τίποτα άλλο παρά μόνο να βγω το συντομότερο δυνατό στην επιφάνεια. Αλλά έκανα ένα ακόμα κόψιμο στο ύφασμα, και σαν από θαύμα, εκείνο σκίστηκε. Το πτώμα της γυναίκας βυθίστηκε πάλι πίσω στο σκοτάδι, μέσα στα σύννεφα της λάσπης και του θολού νερού...»
Μετάφραση: Τάσος Νικογιάννης
Εκδόσεις: Οξύ