«...Σιωπή βασίλευε στα διαμερίσματα της Ιππολύτης. Αλλά ο μαρκήσιος δεν παραξενεύτηκε, γιατί νόμιζε ότι η πριγκίπισσα βρισκόταν στο προσευχητήριό της, όπως του είχε πει ο υπηρέτης. Προχώρησε. η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Το βράδυ σκοτεινό και συννεφιασμένο. Έσπρωξε μαλακά την πόρτα και τότε είδε κάποιον που ήταν γονατισμένος μπροστά στο βωμό. Πλησίασε αργά και τότε διαπίστωσε ότι δεν ήταν γυναίκα, αλλά κάποιος που φορούσε καλογερίστικο ράσο και του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ο άνθρωπος έδειχνε να 'ναι βυθισμένος σε προσευχή. Ο μαρκήσιος ήταν έτοιμος να φύγει, όταν, ξαφνικά, η μορφή σηκώθηκε μένοντας για λίγο ακίνητη. Ο μαρκήσιος υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν κάποιος ιερέας και θέλοντας να ζητήσει συγγνώμη για την ενόχληση, είπε: "Ζητώ συγγνώμη, ευσεβέστατε πατέρα, αλλά αναζητώ τη λαίδη Ιππολύτη". "Τη λαίδη Ιππολύτη;" είπε ο άγνωστος. "Γι' αυτό ήρθες στο κάστρο; Για τη λαίδη Ιππολύτη"; Και γύρισε αργά - αργά. Και τότε, ο Φρειδερίκος, με φρίκη, είδε να τον κοιτάζει μες απ' την κουκούλα του ράσου η νεκροκεφαλή ενός σκελετού. "Άγγελοι τ' ουρανού, βοηθήστε με", ψέλλισε κι οπισθοχώρησε. "Σου χρειάζεται η βοήθειά τους", απάντησε το φάντασμα. Ο Φρειδερίκος έπεσε στα γόνατα και ικέτεψε το φάντασμα να τον λυπηθεί. "Δε με θυμάσαι, λοιπόν, Φρειδερίκε;" ρώτησε το πνεύμα. "Δε θυμάσαι το δάσος της Ιόππης"; "Θεέ μου", φώναξε τρέμοντας ο Φρειδερίκος, "είσαι, είσαι ο ερημίτης. Καημένο πνεύμα, πες μου τι θέλεις να κάνω για να ξαναγαληνέψεις;" "Έτσι, λοιπόν", απάντησε το φάντασμα, "λευτερώθηκες απ' τη σκλαβιά των άπιστων για να υποδουλωθείς στις ηδονές της σάρκας, ε; Ξέχασες το θαμμένο ξίφος και το θέλημα τ' ουρανού, που είναι γραμμένο στη λεπίδα του;" "Όχι, όχι, ευλογημένο πνεύμα, δεν το ξέχασα", απάντησε ο Φρειδερίκος, "αλλά πες μου, τι άλλο απομένει να κάνω;" "Να ξεχάσεις τη Ματθίλδη", απάντησε το φάντασμα και χάθηκε...»
«...Το φεγγάρι μεσουρανούσε κι αυτός διάβασε στα λυπημένα πρόσωπα της συνοδείας εκείνο που φοβόταν. "Πέθανε;" ρώτησε με σπασμένη φωνή. Εκείνη τη στιγμή ένας κεραυνός τράνταξε συθέμελα το κάστρο. Η γης αναταράχτηκε. Ακούστηκε ο θόρυβος μιας υπερφυσικής πανοπλίας. Ο Φρειδερίκος κι ο Ιερώνυμος νόμισαν ότι είχε φτάσει η μέρα της Κρίσης, η Δευτέρα Παρουσία. Έτρεξαν έξω στην αυλή παίρνοντας μαζί τους και τον Θεόδωρο. Αλλά την ώρα που εμφανίστηκε αυτός, το τείχος πίσω από τον Μάνφρεντ γκρεμίστηκε σ' ερείπια. Τεράστια, γιγάντια, μες από τον κουρνιαχτό των χαλασμάτων, εμφανίστηκε η μορφή του Αλφόνσου. Με φωνή απόκοσμη είπε: "Αυτός, θνητοί, είναι ο αγαπημένος μου. Ο Θεόδωρος είναι ο πραγματικός κληρονόμος του Αλφόνσου". Μια εκκωφαντική βροντή συνόδεψε τα λόγια του φαντάσματος. Ύστερα, άρχισε να υψώνεται αργά στους ουρανούς. Τα σύννεφα άνοιξαν. Φάνηκε η φωτεινή μορφή του Αγίου Νικολάου, που υποδέχτηκε τη σκιά του Αλφόνσου. Αμέσως, μια υπερκόσμια λάμψη τύλιξε και τις δύο μορφές. Και την άλλη στιγμή χάθηκαν από τα μάτια των ανθρώπων...»
Μετάφραση: Μάκης Πανώριος - Παναγιώτης Σκάγιαννης
Εκδόσεις: Αίολος