«...Με φωνάζουνε Νεκροθάφτη. Ξέρεις γιατί; Γιατί έχω επινοήσει ένα δικό μου σύστημα αρχειοθέτησης των δίσκων. Ανάλογα με το πόσα νεκρά μέλη έχει το κάθε συγκρότημα. Σε άλλο ράφι βάζω τα συγκροτήματα με έναν πεθαμένο μουσικό, σε άλλο ράφι με δύο, σε άλλο με τρία. Αλλά έχω ένα πρόβλημα. Όλο πεθαίνουν κι άλλα μέλη των συγκροτημάτων, και αναγκάζομαι να τους αλλάζω θέση...»
«...Βλέποντας ότι το ασανσέρ βρισκόταν στους πάνω ορόφους, ο Χάρης άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Τον ακολουθούσε η Σόνια, η οποία σταματούσε κάθε τόσο για να πάρει ανάσα, σαν να είχε αποκάμει τελείως. Καλά εγώ, σκέφτηκε ο Χάρης λαχανιασμένος, είμαι πάνω από 105 κιλά και αγύμναστος. Αυτή, που ασχολείται με τη γιόγκα και σκαρφαλώνει συνέχεια στα κατσάβραχα, πώς κάνει έτσι;...»
«...Φτάνοντας στον τρίτο, είδε την πόρτα του μικρού τριαριού να χάσκει ορθάνοιχτη όπως πάντα. Όρμησε μέσα, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, συνδυάζοντας γεγονότα. Μόνο να τον προλάβω. Δεν δείχνει για τύπος που αυτοκτονεί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Α, ρε Φώντα, γαμώτο.
Έτρεξε από δωμάτιο σε δωμάτιο, και στη μικρή κρεβατοκάμαρα είδε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Πετάχτηκε στο μπαλκόνι. Ήταν άδειο. Κοίταξε τον δρόμο από κάτω με τρόμο. Τίποτα. Απορημένος ξαναμπήκε στο διαμέρισμα και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τη Σόνια.
"Πού είναι;" τον ρώτησε με αγωνία. "Τον βλέπεις; Μήπως πήδηξε στο διπλανό μπαλκόνι;"
"Τι λες, ρε Σόνια; Πώς γίνεται να πηδήξει ο Φώντας στο διπλανό μπαλκόνι; Γάτος είναι;"
"Ποιος Φώντας;" έβαλε εκείνη τα γέλια. "Για τον Άχαμπ σού μιλάω τόση ώρα. Τον είχα βγάλει από το καλαθάκι του, κι αυτός πήγε στο μπαλκόνι...»
«...Τι ωραία θα ήταν να είχε έναν κολλητό, όπως ο Τζον είχε τον Πολ, και οι δυο μαζί τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο. Να είχε έναν φίλο να του διηγηθεί τη φιλία του με τη Μαρίτα και να τον ρωτήσει τη γνώμη του, τι έπρεπε να κάνει...»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο 2011
«...Βλέποντας ότι το ασανσέρ βρισκόταν στους πάνω ορόφους, ο Χάρης άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Τον ακολουθούσε η Σόνια, η οποία σταματούσε κάθε τόσο για να πάρει ανάσα, σαν να είχε αποκάμει τελείως. Καλά εγώ, σκέφτηκε ο Χάρης λαχανιασμένος, είμαι πάνω από 105 κιλά και αγύμναστος. Αυτή, που ασχολείται με τη γιόγκα και σκαρφαλώνει συνέχεια στα κατσάβραχα, πώς κάνει έτσι;...»
«...Φτάνοντας στον τρίτο, είδε την πόρτα του μικρού τριαριού να χάσκει ορθάνοιχτη όπως πάντα. Όρμησε μέσα, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, συνδυάζοντας γεγονότα. Μόνο να τον προλάβω. Δεν δείχνει για τύπος που αυτοκτονεί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Α, ρε Φώντα, γαμώτο.
Έτρεξε από δωμάτιο σε δωμάτιο, και στη μικρή κρεβατοκάμαρα είδε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Πετάχτηκε στο μπαλκόνι. Ήταν άδειο. Κοίταξε τον δρόμο από κάτω με τρόμο. Τίποτα. Απορημένος ξαναμπήκε στο διαμέρισμα και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τη Σόνια.
"Πού είναι;" τον ρώτησε με αγωνία. "Τον βλέπεις; Μήπως πήδηξε στο διπλανό μπαλκόνι;"
"Τι λες, ρε Σόνια; Πώς γίνεται να πηδήξει ο Φώντας στο διπλανό μπαλκόνι; Γάτος είναι;"
"Ποιος Φώντας;" έβαλε εκείνη τα γέλια. "Για τον Άχαμπ σού μιλάω τόση ώρα. Τον είχα βγάλει από το καλαθάκι του, κι αυτός πήγε στο μπαλκόνι...»
«...Τι ωραία θα ήταν να είχε έναν κολλητό, όπως ο Τζον είχε τον Πολ, και οι δυο μαζί τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο. Να είχε έναν φίλο να του διηγηθεί τη φιλία του με τη Μαρίτα και να τον ρωτήσει τη γνώμη του, τι έπρεπε να κάνει...»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο 2011