«...Πώς διαβάζονται τα εξωσχολικά βιβλία:
1. Μπορείς να έχεις τα πόδια ψηλά πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού και η υπόλοιπη να 'σαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ανάσκελα και να κρατάς το βιβλίο στον αέρα.
2. Μπορείς να είσαι μπρούμυτα στο κρεβάτι και το βιβλίο κάτω στο πάτωμα.
3. Μπορεί, αν έχεις αδελφή, να είναι εκείνη μπρούμυτα στο πάτωμα κι εσύ από πάνω της σαν να σχηματίζετε σταυρό και τα βιβλία βέβαια στο πάτωμα.
4. Το βράδυ όταν πάτε για ύπνο και σας φωνάζουν να σβήσετε το φως, να κουκουλώνεστε με τα σκεπάσματα και να έχετε ένα κλεφτοφάναρο και να διαβάζετε - αυτό μάλλον τον χειμώνα γιατί το καλοκαίρι θα σκάσετε.
5. Στην τουαλέτα μπορείς να διαβάζεις τα απαγορευμένα βιβλία...»
«...Το πρωί ξύπνησα από έναν αλλόκοτο θόρυβο κι ενώ έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι, μπήκε μέσα στο δωμάτιο η μαμά και, περίεργο, φορούσε ακόμη τη ρόμπα της, εκείνη που κάθε πρωί ήτανε ντυμένη να πιει καφέ μαζί με τον μπαμπά πριν φύγει για τη δουλειά. Η Λενούλα κοιμότανε του καλού καιρού, η μαμά πήγε στο κρεβάτι της και την ταρακούνησε.
- Ξύπνα, έγινε πόλεμος.
Η Λενούλα άνοιξε ένα νυσταγμένο μάτι και μουρμούρισε:
- Δεν χτύπησε το ξυπνητήρι.
- Έγινε πόλεμος, ξανάπε η μαμά, και με πήρε το μάτι της που έκανα να πιάσω την ποδιά μου που ήτανε απλωμένη σε μια καρέκλα.
Μου πήρε την ποδιά από τα χέρια.
- Δεν έχει σχολείο, έγινε πόλεμος. Βάλτε ό,τι θέλετε, είπε και βγήκε με φούρια από το δωμάτιο...»
«...Όταν σήμαινε συναγερμός, χαιρόμασταν! Στη δικιά μας πολυκατοικία δεν είχε χώρο για καταφύγιο. Στην απέναντι όμως που έμεναν τα ξαδέλφια μας είχαν μετατρέψει μια μεγάλη αποθήκη στο υπόγειο σε καταφύγιο. Δηλαδή είχαν βάλει σακιά με άμμο γύρω γύρω κι αυτό ήτανε. Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν το κουνούσαν από το κρεβάτι τους, υποχρέωναν όμως εμάς να πάμε. Τρέχαμε με πολλή χαρά. Φορούσαμε πάνω από τις πιτζάμες κάτι κόκκινες ρόμπες από μαλακιά ζεστή φανέλα που μας είχαν ράψει λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος. Εκτός από τα ξαδέλφια μας, το καταφύγιο γέμιζε παιδιά. Σχεδόν κανένας μεγάλος δεν ερχότανε, μόνο δυο γιαγιάδες τυλιγμένες σε κουβέρτες που σχεδόν μισοκοιμόντανε.
Κάποιος μπαμπάς είχε κρεμάσει ψηλά δυο λάμπες πετρελαίου κι έφυγε αμέσως λέγοντάς μας να προσέχουμε μην καπνίσουν. Ήτανε μισοσκότεινα, μα τι μας ένοιαζε; Παίζαμε ένα σωρό παιχνίδια. Λέγαμε αινίγματα...»
«...Πηγαίναμε λοιπόν τις Κυριακές το πρωί και μόλις ανεβαίναμε τα σκαλιά και βλέπαμε πέρα στην κορφή το άσπρο σπιτάκι, ήτανε σαν να βρισκόμασταν ξαφνικά σε άλλο κόσμο. Χωρίς πόλεμο, χωρίς Γερμανούς, χωρίς πείνα...
- Καλώς τα βλασταράκια μου!
Και τα βλασταράκια τρέχανε χαρούμενα να μπούνε στο μαγικό άσπρο σπιτάκι.
Τους διάβασα πρώτα τον Κλούβιο. Όχι, η φωνή μου δεν έτρεμε, έμοιαζε σαν παιχνίδι.
Κι όσο γελούσανε όταν διάβαζα τόσο πιο πολύ ένιωθα σιγουριά...»
«...Έγραφα λοιπόν την Κλαψωδία νούμερο τέσσερα "Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ". Η Καλυψώ, ντυμένη κι αυτή από τη μαμά μου, είχε κατακόκκινα αληθινά μαλλιά από μια κοτσίδα της θείας Ξάνθης που τη φύλαγε από τα νιάτα της και μας την έδωσε με πολλή χαρά. Δεν πήγε χαμένο ό,τι μας έλεγε η Περράκη για τον υπερρεαλισμό. Η Καλυψώ ήταν διανοούμενη σουρεαλίστρια, απήγγελε στον Οδυσσέα Μάτση Ανδρέου, κι η φωνή της Κλειώς ηχούσε μαγευτικά και καθήλωνε μικρούς και μεγάλους. "Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή. Σε περιέχω όπως το αραχωβίτικο κιούπι το λάδι. Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει μες στα πλεμόνια του το δειλινό τον μπάτη. Σ' αγροικώ με την ίδια διάθεση που ο ερυθρόδερμος κολλάει τ' αυτί του χάμω για ν' ακούσει τον καλπασμό του αλόγου".
Πού να καταλάβει ο θαλασσοδαρμένος ο Οδυσσέας την Καλυψώ και να συνεννοηθεί μαζί της! Άσε πια τον Κλούβιο που άλλα του έλεγε η Καλυψώ να πει στον Οδυσσέα κι αυτός άλλα καταλάβαινε. Συνεννόηση καμία.
Τέλος, όταν ο Οδυσσέας την αφήνει και φεύγει, εκείνη πέφτει να αυτοκτονήσει από έναν βράχο λέγοντας: "Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι"...»
«...Μίσος, μίσος. Αυτό ήτανε η Αθήνα μετά τον Δεκέμβρη. Η κυρία Μιράντα δεν μας ξαναμίλησε ποτέ. Ούτε ξανάρθαν σπίτι τους μόλις τους άφησαν ελεύθερους - ούτε ξέρουμε πού τους είχαν κρατήσει ομήρους. Έστειλε μια ξαδέλφη της να πάρει τη Λαίδη κι ούτε ένα ευχαριστώ στη μαμά που την κράτησε. Θα έμεναν στην ξαδέλφη της κάπου στο Χαλάνδρι, ώσπου να λήξει το συμβόλαιό τους και να μετακομίσουν.
- Κι εγώ που νόμιζα τη Μιράντα φίλη μου, λέει η μαμά. Ίσως όμως νομίζει πως εμείς τους καταδώσαμε.
Δεν υπάρχουν πια φίλοι. Δηλαδή οι φίλοι που ξέραμε από παλιά. Τώρα σε κοιτάζουν και τους κοιτάζεις κατάματα και φτάνει ν' ανταλλάξετε δυο λόγια για ν' αγκαλιαστείτε ή να γυρίσετε την πλάτη για πάντα...»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο 2013