Thursday, August 28, 2014

Αλδεβαράν - Παύλος Μάτεσις

«Η θάλασσα τού άρεσε όταν ήταν παιδί, τώρα έχει γίνει συνοικιακό κοσμικό γεγονός, προπαντός το καλοκαίρι την έχουν κάνει κατοχή οι φτωχομπινεδοκοσμικοί. Την ακρογιαλιά την έχουν βαφτίζει "πλαζ". Σαν ναυαγοί τριτοκοσμικοί, θυμίζει φεστιβάλ ζητιάνων, αλλοδαπών ζητιάνων μάλιστα. Ταλαίπωρες μαμάδες σε απεγνωσμένες διακοπές, μπουγαδιάζουν μωρά στο κύμα, σε θάλασσα που ο Ερμής την αισθάνεται ιδιοκτησία του, δική του.
- Όχι δηλαδή, Μύρτο, λογάριασε: δύο χιλιάδες κυράδες ίσον τέσσερεις χιλιάδες αμασχάλες - αποφεύγω να σκεφτώ τι άλλο ξεπλένουν. Και όταν μία με μαγιό στέκει μαρμαρωμένη από μαγεία, ίσαμε τη μέση στο νερό και ατενίζει ρομαντικά το μέλλον, δεν ατενίζει, Μύρτο: κατουράει. Και συ ο μαλάκας κολυμπάς παραπλεύρως και κάνεις γαργάρα τα τουριστικά νερά. Δηλαδή πηγαίνει σε θάλασσα ο Ερμής, με την κοπέλα του αλλά όχι εδώ γύρω. Στον Ειρηνικό πηγαίνουν.
- Στον Ειρηνικό δηλαδή δεν κατουράνε οι κυρίες, Ερμή;
- Όχι, κατούρησαν πιο πριν. Στην Ευρώπη.
Ο Μύρτος γελούσε.
- Στον φάρο τον δικό μου είναι αλλιώς, είπε. Μάλιστα τον χειμώνα, τη νύχτα μέσα στον φάρο, απάνω, όταν είναι αναμμένος και τον χαιρετάει από μακριά με τη σειρήνα του κανένα περαστικό πλοίο. Ξέρεις, τα θεμέλιά του τα έχουν σκάψει μέσα στον βράχο και όταν τον βαράει το κύμα, τον χειμώνα αυτό, ο φάρος κουνιέται, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον σεισμό από τη φουρτούνα.
-Έτσι, έτσι, συμφωνούσε ο Ερμής, τον χειμώνα αλλάζει πρόσωπο η θάλασσα, δεν έχει τουρίστες, δεν έχει "πλαζ" με χορταρένιες ομπρέλλες σε στυλ βλαχο-εξωτικό, με τις χιλιάδες ξαπλώστρες γεμάτες κώλους πλαδαρούς που περιμένουν πελατεία αλλά μένουν στα αζήτητα - σαν νεκροτομείο μοιάζουν από μακριά, Μύρτο. Η πολυκοσμία αγρίευε τον Ερμή, όταν σε συνωστισμό τον ακουμπούσε κανείς τυχαία, τον κυρίευε διάθεση να ρίξει γροθιά. Στριμωξίδι άγριο, ρε Μύρτο, σαν βάρκα με λαθρομετανάστες. Σε κάτι λούμπεν κοσμικά νησιά, όπου καμιά φορά με τραβάει η εκάστοτε δικιά μου, στην πλαζ κάνεις ν' αγγίξεις τον πισινό σου και χαϊδεύεις τον πισινό του διπλανού. Και το ίδιο κάνει και ο διπλανός. Και τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον κώλο του ο Ερμής - και συ τον δικό σου, κύριε Μύρτο, θέλω να ελπίζω. Του το οφείλεις δηλαδή, δεν έχεις καμία διάθεση να σου τον μαλάζει ο κάθε τυχών διπλανός. Δεν γουστάρω ξυσίματα, τον έχω καλομάθει με χάδι τον κώλο μου εγώ, είτε σελφ-σέρβις όταν είμαι στην μπανιέρα, ή αν μου τον νταντεύει μια γυναίκα - νά 'ναι όμως ωραία η γυναίκα, σύμφωνος κύριε Μυρτίλε; Εσύ θα ξέρεις απ' αυτά - Πού χάθηκες;»

«Στον πλανήτη μας έζησαν και κυριάρχησαν, παλαιά, τεράστιοι οργανισμοί. Και δεν ήξεραν ότι θα πεθάνουν. Αυτό μόνο εμείς, οι σημερινοί, το γνωρίζουμε. Αυτά τα μεγαλειώδη θηρία δεν ήξεραν πως είναι θηρία, και εξαφανίστηκαν. Εμείς δεν γνωρίζουμε γιατί εξαφανίστηκαν. Έτσι κι εμείς. Δεν είμαστε τεράστιοι οργανισμοί εμείς, όμως γίναμε οι κάτοχοι του πλανήτη. Και θα εξαφανιστούμε. Και η φύση δεν θα πάρει είδηση την απουσία μας. Όπως δεν έχει πάρει είδηση την παρουσία μας, την ύπαρξή μας. Θα εξαφανιστούμε. Δεν είναι και για πένθος. Μακάρι να το αποδεχτούμε, υποδεχτούμε αγκαλιασμένοι εμείς οι δύο, στο κρεβάτι σου, μας.»

«...Ο Ερμής κοίταζε ψηλά. Και, Μερκούρη, λέει σιγά, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει, μήπως ξέρεις εσύ... τι είναι Αλδεβαράν;
-Αλδεβαράν! Δεν ξέρεις τον Αδεβαράν εσύ! Τι σκατά φαροφύλακας μού είσαι!
-Τι είναι Αλδεβαράν;
-Έλα από δώ. Από την από δώ μεριά. Ψηλά κοίτα.
-Πού ψηλά;
-Άστρο είναι, στο ημισφαίριό μας - δεξιά κοίτα, εκεί. Βλέπεις τα εφτά μαζεμένα αστέρια, εκείνα... τα στριμωχτά; Τα λέγαν Πλειάδες οι Αρχαίοι, κόρες του Άτλαντα, ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε άστρα. Αυτές είναι η Πούλια, έτσι τη λένε τώρα - τις βλέπεις;
-Αυτές εκεί - ναι.
-Παρακάτω, ευθεία γραμμή - μην κοιτάς λοξά μωρέ, πάρα κάτω σού λένε. Άλλο συγκρότημα, αυτό οι Αρχαίοι τό 'λεγαν Υάδες. Τώρα: στην άκρη - άκρη τους, το πλέον φωτεινό αστέρι - διακρίνεις;
-Ναι.
-Αυτός είναι ο Αλδεβαράν - χαιρέτα τον. Απόσταση; Από τη Γή, εξήντα πέντε έτη φωτός, είναι ο μεγαλύτερος στον αστερισμό του Ταύρου, τώρα τον ξεχωρίζεις, έτσι; Γνωριστήκατε.
-Τώρα, ναι. Ο Αλδεβαράν.
-Λαμπαδίας. Έτσι λεγόταν παλιά. Και οι Άραβες τον εβάφτισαν Αλδεβαράν...»

Εκδόσεις Καστανιώτη 2007