«...Ίσως δεν ήταν σύμπτωση που εκείνα τα αλλόκοτα γεγονότα είχαν λάβει χώρα εκεί, στην κοιλάδα του Άβαλον, όπου υπάρχουν άφθονοι μύθοι και θρύλοι και όπου κείτονται τα άψυχα σώματα του Αρθούρου και της Γκουίνεβιρ μέσα στο μεγάλο μαύρο μαρμάρινο μαυσωλείο τους μπροστά από την Αγία Τράπεζα του αβαείου...
Αν, βέβαια, είναι όντως τα κουφάρια του Αρθούρου και της Γκουίνεβιρ. (Άραγε είμαι το μοναδικό άτομο που διατηρεί τις αμφιβολίες του;)...»
«...Η ιστορία όπως παραδόθηκε από πατέρα σε γιο και μετά σε εγγονό εδώ και εκατοντάδες γενιές, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, όταν οι Ρωμαίοι εξόρυσσαν μόλυβδο από τα Μέντιπ, είχαν έρθει έμποροι από την Παλαιστίνη για να ξεκινήσουν συναλλαγές, με πιο σημαντικό από αυτούς τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίο. Σε μια επίσκεψή του, ο Ιωσήφ είχε φέρει μαζί του ένα νεαρό αγόρι, τον Κύριο και Σωτήρα μας, τον Ιησού Χριστό. Οι δυο τους είχαν μείνει στο Πράιντι, και κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του ο Χριστός συνήθιζε να περιδιαβαίνει την εξοχή, για να επισκεφτεί τελικά το Τορ. Εντυπωσιάστηκε τόσο από την ιερότητα του μέρους αυτού που αποφάσισε να κτίσει μια εκκλησία στους πρόποδες προς τιμήν της μητέρας Του: έτσι ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός εκείνος που θαυματουργά ίδρυσε την πρώτη εκκλησία στο Γκλάστονμπερι...»
«...Όσον αφορά τη δική μου θέση, η ευπιστία μαχόταν πάντα με τη δυσπιστία για το ποια θα επικρατούσε στο μυαλό μου. Από τη μια ήθελα απεγνωσμένα να είναι αληθινές αυτές οι ιστορίες, να πιστέψω πως ο Χριστός είχε πραγματικά περπατήσει όταν ήταν παιδί στους λόφους Μέντιπ και στις όμορφες χλοερές κοιλάδες του Σόμερσετ· από την άλλη, ήξερα καλά ότι τέτοιοι μύθοι, όπως και εκείνοι με το βασιλιά Αρθούρο, έφεραν ανείπωτα πλούτη και κύρος στο αβαείο με τη μορφή μιας ατελείωτης προσέλευσης προσκυνητών, καθώς και την αξίωση πως αυτό ήταν το παλαιότερο χριστιανικό ίδρυμα της χώρας, αν όχι του κόσμου ολόκληρου...»
«...Οι άνθρωποι δεν λειτουργούν πάντα με προβλέψιμο τρόπο. Πόσο βαρετή θα ήταν η ζωή αν το έκαναν...!»
«...Το μεγαλόπρεπο Τορ, το οποίο δεσπόζει πάνω από το αβαείο και τώρα μπορεί να το επισκεφτεί κανείς περπατώντας σε στεγνή γη, είναι ακόμα γνωστό ως το Νησί του Άβαλον - Άιναϊ Άβαλον στην αρχαία κελτική διάλεκτο, το "Νησί των Μήλων"...»
«...Πίσω από το φράκτη, χήνες τσιμπολογούσαν μέσα στο χώμα χαλικάκια και τα υπολείμματα της τροφής που τους είχαν ρίξει το πρωί, ενώ μια χοντρή μαύρη γάτα ήταν κουλουριασμένη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και κοιμόταν αδιάφορη για τους προσκυνητές που αναγκάζονταν να περνάνε από πάνω της καθώς έμπαιναν ή έβγαιναν από το κτήριο. Μια αγελάδα μουγκάνιζε θρηνητικά από ένα γειτονικό λιβάδι...»
«...Η περγαμηνή ήταν χαραγμένη από την αρχή μέχρι το τέλος με οριζόντιες γραμμές, ενώ από πάνω, από κάτω ή στο πλάι, υπήρχαν ομάδες από κάθετες κοντυλιές, από μία έως πέντε. Μερικές από τις κοντυλιές αυτές ήταν πιο μακριές, άλλες πιο παχιές, ενώ υπήρχαν επίσης (κάτι που ο Πάτερ Μπόνιφαϊς είχε παραλείψει να αναφέρει) ένας ιπποτικός σταυρός, ένας διπλός ιπποτικός σταυρός, ένας μικρός κύκλος, ένα σύμβολο που θύμιζε τον αριθμό έξι και ένα άλλο σαν δυο μικρές κουκίδες, η μία δίπλα στην άλλη...»
«...Όταν η Καικιλία και η θεία της κάθισαν, πήγα να φέρω την περγαμηνή από την κρυψώνα της και, με άπειρη προσοχή, την άνοιξα πάνω στο τραπέζι. Και οι δυο γυναίκες τραβήχτηκαν πίσω στις καρέκλες τους, λες και είχα ακουμπήσει μπροστά τους ένα δηλητηριώδες ερπετό.
"Πού - πού το βρήκες αυτό;" τραύλισε η κυρά Ιωάννα. Όταν της εξήγησα, συνοφρυώθηκε. "Δεν ήξερα πως υπήρχε τέτοιος κρυφός θάλαμος σε εκείνο το μεσαίο συρτάρι. Ο άντρας μου ποτέ δεν μου είπε λέξη γι' αυτό. Πρέπει, όμως, να το είχε πει στον Πέτρο κάποια στιγμή, ίσως όταν αποφάσισε να του αφήσει το κρεβάτι στη διαθήκη του. Οι γιοι μου πάντα κοιμούνταν σε αυτό, βλέπεις, από μικροί, αλλά τώρα ανήκει δικαιωματικά στον Πέτρο...»
«"...Μα δεν αντιλαμβάνεσαι πως όλα αυτά είναι θρύλοι;" επισήμανα με θέρμη. "Όπως σου είπα μόλις τώρα, οι περισσότερες παρόμοιες ιστορίες πιθανώς στηρίζονται σε κάποιο κόκκο αλήθειας. Με το πέρασμα των αιώνων διαστρεβλώθηκαν καθώς στρώματα ρομαντικών επινοήσεων προστέθηκαν σιγά σιγά. Πριν από πολύ καιρό, όμως, στο σκοτεινό και μακρινό παρελθόν, κάτι όντως συνέβη που γέννησε τον αρχικό μύθο. Όταν ήσουν παιδί, δεν κύλησες μια χιονόμπαλα στην πλαγιά ενός λόφου για να τη δεις να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη πριν φτάσει στους πρόποδες Έτσι πρέπει να μεγαλώνουν και οι μύθοι."...»
«Διάβασα τις επιγραφές αργά και με δυσκολία, μεταφράζοντας με τα σκουριασμένα μου λατινικά στα αγγλικά: Ένθα κείτεται ο Αρθούρος, άριστος των βασιλέων, η δόξα του βασιλείου. Το ήθος και η αρετή του τον εγκωμιάζουν με αιώνιους επαίνους. Επίσης: Η μακάρια σύζυγος του Αρθούρου κείτεται εδώ, αγαπημένη των Ουρανών για τις αρετές της...»
«...Και τότε ξαφνικά, σαν μια ηλιαχτίδα να έσκισε τα σύννεφα που κρέμονταν σαν σάβανο πάνω από τη γη τις τελευταίες δυο μέρες, το κέφι μου έφτιαξε, και χάρηκα που δεν είχα ανακαλύψει το Άγιο Δισκοπότηρο. Με το πέρασμα των αιώνων είχε φτάσει να αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερα από ένα σημαντικό κειμήλιο του Χριστιανισμού. Είχε γίνει σύμβολο για την αναζήτηση του Ανθρώπου για οτιδήποτε είχε αξία, για μια ελπίδα σε έναν αφιλόξενο κόσμο. Αν υποβιβαζόταν σε ένα αντικείμενο από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους θα έχανε τη σημασία του, και ο κόσμος θα γινόταν φτωχότερος αφού θα είχε χάσει την ιδέα που εκείνο συμβόλιζε...»
Μετάφραση: Έλενα Τσουκαλά
Εκδόσεις: IntroBooks 1997