«...Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο χωριουδάκι. Ο Ρωμύλος έτρεξε προς ένα σπίτι και χτύπησε δυνατά την πόρτα. Ήταν το σπίτι του φύλακα του Κάστρου που ήταν γνωστός του. Ο Ρωμύλος μπήκε μέσα, συζήτησε λίγη ώρα και γύρισε κουβαλώντας ένα πελώριο κλειδί.
"Πάμε!" πρόσταξε.
Ανεβήκαμε τον ανήφορο και περάσαμε την πέτρινη γέφυρα της τάφρου. Ο Ρωμύλος στάθηκε εμπρός στη σκουριασμένη πόρτα του Κάστρου και τη χτύπησε τρεις φορές με το κλειδί.
"Ανοίξτε!" φώναξε. "Ανοίξτε να περάσει ο θίασος του δουκός"!
Έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά κι άνοιξε με κόπο. Οι στρόφιγγες της πόρτας έτριξαν βαριά. Προχωρήσαμε, μέσα στο σκοτάδι, σ' ένα σκεπαστό κι ανηφορικό διάδρομο. Ο Ρωμύλος έτρεξε μπροστά.
"Ευγενικοί άρχοντες και γλυκιές αρχόντισσες!" φώναξε με στόμφο. "Γενναίοι ιππότες και βιγλάτορες! Ήρθε ο θίασος του παινεμένου του δουκός μας να παίξει για το χατίρι σας και να σας διασκεδάσει. Ελάτε όλοι να μας θαυμάσετε και να γελάσετε και να θρηνήσετε, γιατί τα έργα μας είναι σαν τη ζωή, γεμάτα πάθη και τραγικότητα και χαρά και χάχανα και χίλιες δυο κοροϊδίες. Ελάτε να δείτε το μεγάλο έρωτα του ωραίου Ρωμύλου και της υπέροχης Ιουλιέτας και τα τρελά καμώματα του Πακ στο δάσος της Αθήνας κι όλα τα όνειρα της καλοκαιρινής νυχτιάς! Ελάτε να απολαύσετε! Ελάτε να διδαχτείτε! Ελάτε να συγκινηθείτε και να εξυψωθείτε!"
Άκουσα μια νυχτερίδα που βροντούσε τα φτερά της στις κάμαρες. Στην άκρη του διαδρόμου, η νύχτα έλαμπε πάλλευκη και μυστηριακή...»
«...Περάσαμε το σκοτεινό διάδρομο και βγήκαμε στην εσωτερική πλατεία του Κάστρου, όπου βρίσκεται το σπίτι του δουκός, ολόρθο, ανάμεσα στα χαλάσματα. Αριστερά μας ήταν ο γκρεμνός. Κάτω απλωνότανε ο κάμπος, σπαρμένος μικροσκοπικά χωριά, βουβός και θαμπός στο σεληνόφως. Πιο πέρα, ολόγυρα, ήταν η θάλασσα, αστραφτερή.
Η πανσέληνος αρμένιζε ελεύθερα στον κατακάθαρο ουρανό και πρόσδιδε στο καθετί που άγγιζε με το γαλατένιο φως της ένα ύφος ανάλαφρο, φευγαλέο και εξωτικό. Προς το κέντρο του Κάστρου, οι ίσκιοι των νέων δέντρων σχημάτιζαν ένα πυκνό άλσος, σκοτεινό, αιθέριο, γεμάτο δροσιά και μυστικούς ψιθυρισμούς. Μας καλούσαν, αλλά και μας φόβιζαν λιγάκι. Έτσι καθώς σπαρταρούσαν και καθώς θρόιζαν ανάμεσα στους παλαιικούς και γκρεμισμένους τοίχους, ήταν σαν μια οπτασία, σαν καμιά συντροφιά νεανικά και καλόβολα φαντάσματα που βγήκανε να πάρουν τον αέρα τους στα σύνορα της χώρας των νεκρών. Ψηλότερα από τα δέντρα, οι επάλξεις διαγράφανε μια μαύρη ξεσκισμένη δαντέλα που ξεχώριζε σκληρά απάνω στο αργυρό στερέωμα.
Η Ιφιγένεια έδειξε τα δέντρα στον Μάρτιν.
"Τι δάσος μπορεί να είναι αυτό;" ρώτησε.
"Είναι το δάσος του Midsummer night's dream ή του As You Like It;»
Ειδική έκδοση για την εφημερίδα "Tο Βήμα" 2012
Σειρά: Κορυφαίοι Έλληνες Πεζογράφοι του 20ου αιώνα
Επιμέλεια σειράς: Ελένη Κεχαγιόγλου
No comments:
Post a Comment