«...Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Είπα ότι μου ήταν αδιάφορο και ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε αν ήθελε. Τότε θέλησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα όπως το είχα κιόλας κάνει άλλη μια φορά, ότι αυτό δε σήμαινε τίποτα αλλά ότι δεν υπήρχε αμφιβολία πως δεν την αγαπούσα. «Τότε γιατί να με παντρευτείς;» είπε. Της εξήγησα ότι αυτό δεν είχε καμιά σημασία κι ότι αν το ήθελε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε. Εξάλλου, εκείνη ήταν που το ζητούσε κι εγώ είπα ευχαρίστως ναι. Τότε εκείνη παρατήρησε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό. Εγώ απάντησα «Όχι». Για μια στιγμή έμεινε αμίλητη και με κοίταξε σιωπηλά. Μετά μίλησε. Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα δεχόμουν την ίδια πρόταση από μιαν άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της έναν παρόμοιο δεσμό. Είπα: «Φυσικά». Τότε εκείνη αναρωτήθηκε αν μ' αγαπούσε, κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα πάνω σ' αυτό το σημείο. Μετά από μια στιγμή σιωπής, μουρμούρισε ότι ήμουν παράξενος, ότι δίχως αμφιβολία μ' αγαπούσε γι' αυτό ακριβώς, αλλά ότι ίσως μια μέρα θα την κούραζα για τον ίδιο λόγο. Κι όπως σιωπούσα, μην έχοντας τίποτα να προσθέσω, πήρε το χέρι μου χαμογελώντας και δήλωσε ότι ήθελε να με παντρευτεί. Απάντησα ότι θα το κάναμε όποτε ήθελε αυτή...»
«...Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος. Παραδείγματος χάρη, μ' έπιανε η επιθυμία να βρεθώ σε μια παραλία και να κατέβω στη θάλασσα. Όταν φανταζόμουνα τον ήχο από τα πρώτα κύματα κάτω απ' τις πατούσες μου, το κορμί μου να μπαίνει στο νερό και την αίσθηση ελευθερίας που έβρισκα εκεί μέσα, ένιωθα αμέσως πόσο στενοί ήταν οι τοίχοι της φυλακής μου. Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες. Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου. Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου. Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά. Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ' έναν ξερό κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του ουρανού πάνω απ' το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο. Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ' έναν άλλο κόσμο, θ' ανυπομονούσα να έρθει το σάββατο για ν' αγκαλιάσω σφιχτά το κορμί της Μαρί. Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ' ένα ξερό δέντρο. Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα. Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια...»
«...Ώρες αργότερα, οι ερπύστριες, ανεπίδεκτες κιμωλίες που τα 'βαλαν με την άσφαλτο της πόλης, ανατρίχιαζαν τους ανθρώπους από μακριά. Κι όταν έφτασαν στις κεντρικές λεωφόρους με τα παράθυρα θεόκλειστα και τους δρόμους άδειους, ή σχεδόν, ήταν λες κι είχε πέσει κάποια αρρώστια και μόνο οι δήθεν θαραλλέοι κι οι άπιστοι είχαν ξεμυτίσει. Τανκ γεμάτα λάσπη και ξερό χώμα, και μοτοσικλέτες με καλάθι, μαζί με τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, ανέβαιναν τη λεωφόρο Νίκης προς τον Λευκό Πύργο κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Κόκκινες σημαίες με σβάστικες απλωμένες πάνω στα άρματα. Πετρέλαιο βρόμαγε όλος ο Θερμαϊκός. Τι θόρυβος κι αυτός. Το ατσάλινο στρίγκλισμα. Τραντάζονταν τα πατώματα στα παραλιακά καφενεία. Ένας με το σακάκι του ν' ανεμίζει περπατούσε στην παραλία δίπλα στη θάλασσα που άστραφτε. Προς την αντίθετη κατεύθυνση της παρέλασης. Γρήγορα. Λες και κάποια δουλειά είχε. Ελαφρά έστρεφε το βλέμμα του στο Ράιχ, μην και τον πάρει είδηση. Κι άξαφνα, όσοι τελικά ήταν εκεί σταμάτησαν να φαντάζονται. Μόνο σιωπή. Γιατί τα πρόσωπα εκείνων που βημάτιζαν στους δρόμους - στρατιώτες κι αξιωματικούς κάποιοι τους αποκαλούσαν, μια που ούτε κι οι ίδιοι έδειχναν να ξέρουν αν αυτά τα χαρακτηριστικά τους ταίριαζαν - ήταν ένα σύνολο αγένειας και αλαζονείας. Ένα συμμάζεμα σουλουπωμένης βαρβαρότητας. Ποιος θα τους συγχωρούσε και πότε.
Ούτε καν εκείνοι οι λίγοι που τους ζητωκραύγαζαν. Αν κι αυτούς τους τελευταίους, απ'ό,τι φάνηκε, δεν τους συγχώρεσε ούτε ο Θεός...»
«...Ο πόλεμος χάνεται για τη Γερμανία, Κώστα! Δεν το βλέπεις; Δεν ακούς; Δε μαθαίνεις; Εγώ θα σ' τα λέω; Θα μας τουφεκίσουν νύχτα, όπως τουφέκισαν τους Ταγματασφαλίτες! Ήμουν μπροστά! Θυμάσαι; Μπροστά! Κι άμα δεν προλάβουν να μας τουφεκίσουν αυτοί, θα μας τουφεκίσουν οι Εγγλέζοι, μωρέ! Ή η καινούργια κυβέρνηση, όποιοι θά 'ναι αυτοί! Στα τρία μέτρα! Εσχάτη προδοσία, ρε αδέρφι! Συνεργάτες του κατακτητή! Φασίστες! Δεν τις ακούς τις λέξεις; Δεν τους έχεις ακούσει να μιλάνε; Έτσι μας λένε... Δεν ξέρεις τι λένε αυτές οι λέξεις; Λένε θάνατος, μωρέ! Έχω δώσει τη μισή Θεσσαλονίκη κι άλλα τόσα ξόανα... Οικογένειες όλες μαζί... Έτσι θα τ' αφήσουν...;»
«...Ένας από τους ήρωες κόμιξ της Μάρβελ που συμπαθούσε ιδιαίτερα ο Μωυσής ήταν ο Sandman, ο άνθρωπος - άμμος. Εκείνος που σχεδόν πάντα, στην πρώτη του εμφάνιση, γεννιόταν μέσα σε κάτι που περιείχε πολύ άμμο ή και χώμα. Συνήθως με υπόκρουση Μπετόβεν ή κάτι αντίστοιχο. Αυτή η μεγαλειώδης γέννηση μέσα στην άμμο, που μεγάλο μέρος της ίδιας της άμμου μεταμορφωνόταν σε ανθρώπινο πλάσμα, τον Μωυσή τον καθήλωνε. Σε κάποιες δε κινηματογραφικές μεταφορές, αυτό γινόταν πολύ πιο τελετουργικά απ' ό,τι στα έντυπα των κόμιξ. Κι αυτό τον καθήλωνε ακόμη περισσότερο. Κι έτσι έγινε. Ύστερα από κείνο το "πάλι τα ίδια..." της μητέρας του, ο Μωυσής έτσι ένιωσε. Ότι το παρκέ πάτωμα κάτω από τα πόδια του κουνήθηκε, έγινε δέντρο, μετά χώμα, και τον κατάπιε. Έτσι, τον έβαλαν μέσα σ' ένα μεταλλικό σεντούκι, τον έκλεισαν μαζί με τις αποσκευές σ' ένα τεράστιο επιβατικό αεροσκάφος, και τον έστειλαν στην Αμερική για περαιτέρω μελέτη στα εκεί εργαστήρια...»
«...Ο κύκλος των ενοχικών συμπλεγμάτων είναι απλός στη σύλληψη κι εύκολος στην εφαρμογή. Και μερικές φορές είναι και συνειδητός. Σπάνια βέβαια συνειδητός. Κι εδώ δε μας νοιάζει γιατί θέλουν να σου δημιουργήσουν ενοχικά συμπλέγματα. Μας νοιάζει μόνο το ότι θέλουν. Συνειδητά ή ασυνείδητα, θέλουν. Οπότε ο μόνος τρόπος για να αντεπεξέλθεις είναι η απάντηση σε μία ερώτηση: Τι μετρά περισσότερο, η ζωή σου ή η ζωή τους...;»
«...Ένας μελαχρινός κοντοκουρεμένος τύπος με μπλε φόρμα σταμάτησε μπροστά της. Την κοίταξε. Κάτι τής είπε, αλλά έβλεπε μόνο τα χείλη του ν' ανοιγοκλείνουν. Μάλλον κάτι τη ρώτησε. Η Αριάδνη έβαλε τα κλάματα. Έτρεμε ολόκληρη. Σταύρωσε τα χέρια και τον κοιτούσε κι εκείνη. Με παράπονο. Τόσο παράπονο. Ολόκληρο το πρόσωπό της ήταν ένα παράπονο που έτρεμε κλαίγοντας. Την κοίταζε. Περίεργο ύφος. Αλλά γλυκό. Σταύρωσε κι αυτός τα χέρια του. Η Αριάδνη άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Άκουγε την ανάσα της μες στη μουσική. Γονάτισε απέναντί της κι άπλωσε το χέρι του στα μαλλιά της. Συνέχισε να της μιλά. Δεν τον άκουγε. Της χάιδευε το κεφάλι απαλά. Της σκούπισε λίγα δάκρυα και σηκώθηκε όρθιος. Της έδειξε τον τόπο γύρω. Της έκανε μία ερωτηματική κίνηση. Τίποτε... τίποτε... του είπε κουνώντας το κεφάλι της. Έσκυψε κάτω. Δεν τον κοιτούσε πια. "Ο δικαστής θα είσαι εσύ". Κι αυτό το άκουσε, δεν το σκέφτηκε. Τραντάχτηκε ολόκληρη. Τίναξε το κεφάλι της τρομαγμένη μπροστά, με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα, αλλά ορθάνοιχτα. Δεν υπήρχε κανείς. Ο τύπος είχε χαθεί. Δεν έφυγε έτσι όπως είχε έρθει. Απλώς χάθηκε. Έσβησε από το χώρο. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά να τον προλάβει στο μονοπάτι, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Παρ' όλα αυτά, ήταν ήρεμη. Υπήρχε ηρεμία μέσα της. Όμορφη, αν και άξαφνη. Χαμογέλασε. Αναστέναξε. Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό. Ηρέμησε ακόμη πιο πολύ. αλλά η μουσική δεν έδειχνε να θέλει να τελειώσει. Ανέβαινε κι άλλο. Πόσες θυσίες. Πόσο αίμα. Πόσοι ήρωες. Μπήκαν τα κρουστά. Όλοι οι τάφοι του κόσμου δεν αρκούν, παππού... Έκανε να σηκωθεί όρθια. Δεν μπορούσε. Θα ήθελε να περπατήσει στο χορτάρι. Αλλά δεν μπορούσε. Ήταν, όμως, καλά. Παππού, ο δικαστής θα είμαι εγώ.
Έβγαλε τα ακουστικά της κι έκλεισε το iPod...»
«...Στο σπίτι έφτασε όταν ο ήλιος είχε πια πέσει από τον ορίζοντα και όλα όδευαν προς το βαθύ μπλε. Κι αν του άρεσε ν' ακούει κάτι όταν γύριζε, ήταν ο ήχος των ελαστικών πάνω στο χαλίκι της εισόδου του γκαράζ. Κι αργότερα, τα φτερουγίσματα των πουλιών στα δέντρα του κήπου, που ανησυχούσαν από το σκοτάδι. Και πιο μετά, κάτι περίεργα κρωξίματα από απέναντι, τα οποία οι γείτονες έλεγαν πως μάλλον βατράχια είναι, αλλά τι διάολο, βατράχια να μαζεύονταν στα παρτέρια; Κι από πού κι ως πού δηλαδή... Και οι μονοκατοικίες, διώροφες ή και χωρίς δεύτερο όροφο, σπαρμένες περίπου συμμετρικά στον ανηφορικό ασφαλτόδρομο, γίνονταν θεατρικά νυχτερινά πάλκα στο μυαλό του Μωυσή. Όπου παίζονταν τα πιο ενδιαφέροντα μονόπρακτα.
Μια στις τόσες, έβγαζε κι εκείνος το σκυλί τους για βόλτα, όπως όλοι οι περίοικοι. Νύχτα, όμως. Πιο πολύ για να ακούει καβγάδες ή αναστεναγμούς απ΄τυχόν ξεχασμένα ανοιχτά παράθυρα, παρά για οτιδήποτε άλλο. Και το καλησπέρισμα μ' ένα νεύμα του χεριού στο εκάστοτε πλήρωμα του εκάστοτε περιπολικού που περνούσε ήταν δεδομένο. Πέρα μακριά, το Σαν Φρανσίσκο. Άπειρες φωτεινές τελείες, όχι και τόσο πολύχρωμες - άπειρες, πάντως. Κι ύστερα, η Αριάδνη, πάλλευκη, θεόγυμνη ως συνήθως, πανέμορφη και μοναδική. Αντάλλαγμα σχεδόν για τα πάντα. Ίσως όχι για τον ωκεανό...»