«...Το βράδυ ήρθε και με βρήκε η Μαρί και με ρώτησε αν ήθελα να την παντρευτώ. Είπα ότι μου ήταν αδιάφορο και ότι θα μπορούσαμε να το κάναμε αν ήθελε. Τότε θέλησε να μάθει αν την αγαπούσα. Απάντησα όπως το είχα κιόλας κάνει άλλη μια φορά, ότι αυτό δε σήμαινε τίποτα αλλά ότι δεν υπήρχε αμφιβολία πως δεν την αγαπούσα. «Τότε γιατί να με παντρευτείς;» είπε. Της εξήγησα ότι αυτό δεν είχε καμιά σημασία κι ότι αν το ήθελε πολύ, μπορούσαμε να παντρευτούμε. Εξάλλου, εκείνη ήταν που το ζητούσε κι εγώ είπα ευχαρίστως ναι. Τότε εκείνη παρατήρησε πως ο γάμος ήταν κάτι σοβαρό. Εγώ απάντησα «Όχι». Για μια στιγμή έμεινε αμίλητη και με κοίταξε σιωπηλά. Μετά μίλησε. Ήθελε απλώς να ξέρει αν θα δεχόμουν την ίδια πρόταση από μιαν άλλη γυναίκα που θα είχα μαζί της έναν παρόμοιο δεσμό. Είπα: «Φυσικά». Τότε εκείνη αναρωτήθηκε αν μ' αγαπούσε, κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τίποτα πάνω σ' αυτό το σημείο. Μετά από μια στιγμή σιωπής, μουρμούρισε ότι ήμουν παράξενος, ότι δίχως αμφιβολία μ' αγαπούσε γι' αυτό ακριβώς, αλλά ότι ίσως μια μέρα θα την κούραζα για τον ίδιο λόγο. Κι όπως σιωπούσα, μην έχοντας τίποτα να προσθέσω, πήρε το χέρι μου χαμογελώντας και δήλωσε ότι ήθελε να με παντρευτεί. Απάντησα ότι θα το κάναμε όποτε ήθελε αυτή...»
«...Κι όμως, τον πρώτο καιρό που με φυλακίσανε, το πιο σκληρό ήταν ότι σκεφτόμουν σαν ελεύθερος άνθρωπος. Παραδείγματος χάρη, μ' έπιανε η επιθυμία να βρεθώ σε μια παραλία και να κατέβω στη θάλασσα. Όταν φανταζόμουνα τον ήχο από τα πρώτα κύματα κάτω απ' τις πατούσες μου, το κορμί μου να μπαίνει στο νερό και την αίσθηση ελευθερίας που έβρισκα εκεί μέσα, ένιωθα αμέσως πόσο στενοί ήταν οι τοίχοι της φυλακής μου. Όμως αυτό κράτησε μερικούς μήνες. Ύστερα, δεν είχα πια παρά τις σκέψεις ενός φυλακισμένου. Περίμενα τον καθημερινό περίπατο που έκανα στην αυλή ή την επίσκεψη του δικηγόρου μου. Με τον υπόλοιπο χρόνο μου τα κατάφερνα μια χαρά. Έτσι σκεφτόμουνα συχνά ότι αν με είχαν βάλει να ζω μέσα σ' έναν ξερό κορμό δέντρου, δίχως να κάνω άλλη δουλειά παρά να κοιτάζω τον ανθό του ουρανού πάνω απ' το κεφάλι μου, θα συνήθιζα λίγο λίγο. Θα περίμενα να περάσουν τα πουλιά ή να συναντηθούν τα σύννεφα όπως περίμενα εδώ τις περίεργες γραβάτες του δικηγόρου μου, κι όπως σ' έναν άλλο κόσμο, θ' ανυπομονούσα να έρθει το σάββατο για ν' αγκαλιάσω σφιχτά το κορμί της Μαρί. Ή, αν το καλοσκεφτόμουν, δεν ήμουνα μέσα σ' ένα ξερό δέντρο. Υπήρχαν και πιο δυστυχισμένοι από μένα. Εξάλλου αυτή ήταν μια ιδέα της μαμάς, και την επαναλάμβανε συχνά, ότι τελικά όλα ήταν μια συνήθεια...»
Μετάφραση: Λίλα Παπαδούλη - Γκινάκα
Εκδόσεις: γράμματα 1984
No comments:
Post a Comment