«...Καλλιπάρειος. Με τα ωραία μάγουλα. Τώρα της ήρθε. Η ομηρική λέξη αστράφτει στο αγκίστρι της. Και πέρα από αυτό, ξαφνικά της ξανάρχεται όλο το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιό της, όλα αυτά που λες κι είχαν μπει στην ντουλάπα σχεδόν έξι μήνες τώρα. Γιατί δεν δίδασκε αρχαία ελληνικά, τα είχε βάλει στην άκρη.
Αυτό γίνεται. Το βάζεις στην άκρη για λίγο καιρό, και πού και πού ψάχνεις κάτι άλλο στην ντουλάπα και θυμάσαι, και σκέφτεσαι, σύντομα. και μετά αυτό γίνεται κάτι που απλώς βρίσκεται εκεί, μέσα στην ντουλάπα, και άλλα πράγματα στοιβάζονται από πάνω του και μπροστά του, και τελικά παύεις εντελώς να το σκέφτεσαι.
Αυτό που ήταν ο λαμπερός θησαυρός σου. Δεν το σκέφτεσαι. Μια απώλεια που κάποτε ούτε να την αναλογιστείς δεν μπορούσες, και τώρα αυτό γίνεται κάτι που ίσα ίσα το θυμάσαι...»
«...Δεν μπορούσε να εξηγήσει, ούτε να καταλάβει καλά καλά, ότι αυτό που ένιωθε δεν ήταν ακριβώς ζήλια, ήταν οργή. Δεν ήταν γιατί εκείνη δεν μπορούσε να ψωνίσει ή να ντυθεί έτσι. Αλλά γιατί έτσι υποτίθεται πως έπρεπε να είναι τα κορίτσια. Έτσι πίστευαν οι άντρες - οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος - πως έπρεπε να είναι. Όμορφες, πολύτιμες, κακομαθημένες, εγωίστριες, κουφιοκέφαλες. Έτσι έπρεπε να είναι ένα κορίτσι για να το ερωτευτείς. Έπειτα θα γινόταν μητέρα και γλυκερά θ' αφοσιωνόταν στα μωρά της. Δεν θα ήταν εγωίστρια πια, αλλά εξίσου κουφιοκέφαλη. Για πάντα...»
«...Αυτό που είχε δει ήταν το τέλος. Σαν να βρισκόταν στην άκρη ενός ακύμαντου, σκοτεινού όγκου νερού που απλωνόταν ως εκεί που φτάνει το μάτι. Κρύου, ακύμαντου νερού. Και να παρατηρούσε αυτό το σκοτεινό, κρύο, ακύμαντο νερό, και να 'ξερε πως αυτό ήταν, δεν υπήρχε τίποτ' άλλο...»
«...Γιατί τάχα αφήνουμε τον εαυτό μας να είναι τόσο απασχολημένος και δεν κάνουμε πράγματα που θα έπρεπε ή που θα μας άρεσε να κάνουμε;»
Μετάφραση: Σοφία Σκουλικάρη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Φεβρουάριος 2015