«...Δεν έχω ξαναδεί το Μπλάυ από τη μέρα που έφυγα, και φαντάζομαι πως στα πιο ηλικιωμένα και πιο έμπειρα μάτια μου θα φαινόταν τώρα αρκετά μαζεμένο. Αλλά όσο η μικρή οδηγός μου, με τα χρυσά μαλλιά της και το μπλε φουστανάκι της, χοροπηδούσε μπροστά μου στρίβοντας γωνιές και στραμπούλιζε διαδρόμους, οραματιζόμουν έναν πύργο παραμυθένιο, κατοικία μιας ροδόχρωμης νεράιδας, ένα μέρος που, για να διασκεδάσει η νεαρή φαντασία, θα έπαιρνε το χρώμα του από βιβλία με ιστορίες κι από παραμύθια. Μήπως δεν ήταν παρά ένα βιβλίο με παραμύθια, και καθώς το διάβαζα με πήρε ο ύπνος και ονειρευόμουν; Όχι, ήταν ένα μεγάλο, άσχημο, παλιό αλλά βασιλικό σπίτι, που ενσωμάτωνε κάτι λίγα απομεινάρια ενός ακόμη πιο παλιού σπιτιού, μισο-ανακαινισμένο και μισο-χρησιμοποιημένο - και μέσα σ' αυτό είχα τη φαντασίωση πως ήμασταν έρημοι, σχεδόν όσο μια χούφτα επιβάτες μέσα σ' ένα μεγάλο καράβι, έρμαιο της θάλασσας. Και το πιο παράξενο, εγώ κρατούσα το τιμόνι...»
«...Είχα συναίσθηση, καθώς μιλούσα, πως φαινόμουν να μην ξέρω τι λέω, γιατί έβλεπα αυτή την ιδέα να σχηματίζεται σιγά σιγά πάνω στο πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ. "Ένα άλλο πρόσωπο... τούτη τη φορά - αλλά εξίσου ολοφάνερα απαίσιο και σατανικό: μια γυναίκα μαυροφορεμένη, χλωμή και φρικαλέα... και μ' ένα τέτοιο ύφος, και μ' ένα τέτοιο πρόσωπο! Στην άλλη όχθη της λίμνης. Ήμουν εκεί με το παιδί... καμιά ωρούλα... και ήρθε ξαφνικά".
"Πώς ήρθε - από πού;"
"Από εκεί που έρχονται! Εμφανίστηκε και στάθηκε εκεί - μα όχι τόσο κοντά".
"Και δίχως να έρθει πιο κοντά;"
"Ω, για την εντύπωση και την αίσθηση που προκάλεσε, ήταν σαν να ήταν τόσο κοντά όσο εσύ!"
Η φίλη μου, με μια παράξενη ορμέμφυτη κίνηση, έκανε ένα βήμα πίσω: "Ήταν κάποια που δεν την έχετε ξαναδεί;"
"Ναι, αλλά κάποια που το παιδί την έχει ξαναδεί. Κάποια που την έχεις ξαναδεί κι εσύ". Και για να δείξω τι εννοούσα, πρόσθεσα: "Η προκάτοχή μου, εκείνη που πέθανε"...»
«..."Οι τέσσερίς τους, να είσαι βέβαιη για αυτό, ανταμώνουν αδιάκοπα. Αν ήσουν με ένα από τα παιδιά μια από τούτες τις τελευταίες νύχτες, θα είχες καταλάβει ξεκάθαρα. Όσο περισσότερο παρακολουθούσα και περίμενα, τόσο περισσότερο ένιωθα πως και τίποτε άλλο να μην ήταν για να βεβαιωθώ, θα αρκούσε η συστηματική σιωπή των δύο παιδιών. Ποτέ δεν τους ξέφυγε η παραμικρή νύξη για τους δύο παλιούς φίλους τους, ούτε και του Μάιλς για την αποβολή του από το σχολείο. Ω, ναι, μπορούμε να καθόμαστε και να κοιτάζουμε, κι αυτά να κάθονται φρόνιμα φρόνιμα - αλλά ακόμα κι όταν καμώνονται πως είναι απορροφημένα στα παραμύθια τους, είναι βυθισμένα στην οπτασία δύο νεκρών που ξαναγύρισαν. Δε διαβάζει της αδελφής του" δήλωσα ξεκάθαρα, "κουβεντιάζουν για κείνους - κουβεντιάζουν για φριχτά πράματα! Μιλάω, το ξέρω, σαν να ήμουν τρελή - και είναι θαύμα πώς δεν τρελάθηκα ακόμη. Αυτά που έχω δει, εσένα θα σε έκαναν να τρελαθείς, μα εμένα με έκαναν μονάχα να βλέπω πιο καθαρά, με έκαναν να καταλαβαίνω ακόμη κι άλλα πράγματα...»
No comments:
Post a Comment