Monday, June 17, 2024

The Neverending Story - Michael Ende


"When it comes to controlling human there is no better instrument than lies. Because, you see, humans live by beliefs. And beliefs can be manipulated. The power to manipulate beliefs is the only thing that counts."

"When your turn comes to jump into the Nothing, you too will be a nameless servant of power, with no will of your own. Who knows what use they will make of you? Maybe you'll help them persuade people to buy things they don't need, or hate things they know nothing about, or hold beliefs that make them easy to handle, or doubt the truths that might save them."

"The human world is full of weak-minded people, who think they're as clever as can be and are convinced that it's terribly important to persuade even the children that Fantastica doesn't exist."

"To be wise was to be above joy and sorrow, fear and pity, ambition and humiliation. It was to hate nothing and to love nothing, and above all to be utterly indifferent to the love and hate of others. A truly wise man attached no importance to anything. Nothing could upset him and nothing could harm him. Yes, to be like that would be his final wish, the wish that would bring him to what he really wanted."

"...he jumped into the crystal-clear water. He splashed and spluttered and let the sparkling rain fall into his mouth. He drank till his thirst was quenched. And joy filled him from head to foot, the joy of living and the joy of being himself. He was newborn. And the best part of it was that he was now the very person he wanted to be. If he had been free to choose, he would have chosen to be no one else. Because now he knew that there were thousands and thousands of forms of joy in the world, but that all were essentially one and the same, namely, the joy of being able to love.
    And much later, long after Bastian had returned to his world, in his maturity and even in his old age, this joy never left him entirely. Even in the hardest moments of his life he preserved a lightheartedness that made him smile and that comforted others."

"There are many doors to Fantastica, my boy. There are other such magic books. A lot of people read them without noticing. It all depends on who gets his hands on such books."

Translated from German by Ralph Manheim
Penguin Books 1984

Monday, January 14, 2019

Ο Ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία - Ρόμπερτ Φίσερ

«..."Αν στ' αλήθεια είχες αποδεχθεί τον εαυτό σου ως όμορφο, καθόλου δε θα σ' ένοιαζαν αυτά που σου είπε" του εξήγησε η Σκιουρίτσα, "και καμία απογοήτευση δε θά 'νιωθες".
Ο ιππότης παραδέχτηκε ότι η Σκιουρίτσα είχε δίκιο: "Αρχίζω να πιστεύω ότι τα ζώα είναι πιο έξυπνα από τους ανθρώπους".
"Και μόνο ότι το λες" απάντησε η Σκιουρίτσα, "σε κάνει έξυπνο όσο είμαστε κι εμείς".
"Δε νομίζω ότι πρόκειται για εξυπνάδα" είπε η Ρεβέκκα. "Απλώς, τα ζώα αποδέχονται και οι άνθρωποι περιμένουν. Δεν θα ακούσεις ποτέ ένα κουνέλι να λέει: "Περιμένω να βγει ο ήλιος για να κατέβω στη λίμνη και να παίξω". Αν δεν βγει ο ήλιος δεν πρόκειται να χαλάσει ολόκληρη η μέρα του κουνελιού. Το κουνέλι είναι ευτυχισμένο και μόνο που είναι κουνέλι".

Ο ιππότης μπερδεύτηκε λιγάκι. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πολλούς ανθρώπους που ήταν ευτυχισμένοι, και μόνο που ήταν άνθρωποι...»

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις: opera, 2012

Monday, August 15, 2016

Απόδραση - Alice Munro

«...Καλλιπάρειος. Με τα ωραία μάγουλα. Τώρα της ήρθε. Η ομηρική λέξη αστράφτει στο αγκίστρι της. Και πέρα από αυτό, ξαφνικά της ξανάρχεται όλο το αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιό της, όλα αυτά που λες κι είχαν μπει στην ντουλάπα σχεδόν έξι μήνες τώρα. Γιατί δεν δίδασκε αρχαία ελληνικά, τα είχε βάλει στην άκρη.
  Αυτό γίνεται. Το βάζεις στην άκρη για λίγο καιρό, και πού και πού ψάχνεις κάτι άλλο στην ντουλάπα και θυμάσαι, και σκέφτεσαι, σύντομα. και μετά αυτό γίνεται κάτι που απλώς βρίσκεται εκεί, μέσα στην ντουλάπα, και άλλα πράγματα στοιβάζονται από πάνω του και μπροστά του, και τελικά παύεις εντελώς να το σκέφτεσαι.
  Αυτό που ήταν ο λαμπερός θησαυρός σου. Δεν το σκέφτεσαι. Μια απώλεια που κάποτε ούτε να την αναλογιστείς δεν μπορούσες, και τώρα αυτό γίνεται κάτι που ίσα ίσα το θυμάσαι...»

«...Δεν μπορούσε να εξηγήσει, ούτε να καταλάβει καλά καλά, ότι αυτό που ένιωθε δεν ήταν ακριβώς ζήλια, ήταν οργή. Δεν ήταν γιατί εκείνη δεν μπορούσε να ψωνίσει ή να ντυθεί έτσι. Αλλά γιατί έτσι υποτίθεται πως έπρεπε να είναι τα κορίτσια. Έτσι πίστευαν οι άντρες - οι άνθρωποι, όλος ο κόσμος - πως έπρεπε να είναι. Όμορφες, πολύτιμες, κακομαθημένες, εγωίστριες, κουφιοκέφαλες. Έτσι έπρεπε να είναι ένα κορίτσι για να το ερωτευτείς. Έπειτα θα γινόταν μητέρα και γλυκερά θ' αφοσιωνόταν στα μωρά της. Δεν θα ήταν εγωίστρια πια, αλλά εξίσου κουφιοκέφαλη. Για πάντα...»

«...Αυτό που είχε δει ήταν το τέλος. Σαν να βρισκόταν στην άκρη ενός ακύμαντου, σκοτεινού όγκου νερού που απλωνόταν ως εκεί που φτάνει το μάτι. Κρύου, ακύμαντου νερού. Και να παρατηρούσε αυτό το σκοτεινό, κρύο, ακύμαντο νερό, και να 'ξερε πως αυτό ήταν, δεν υπήρχε τίποτ' άλλο...»

«...Γιατί τάχα αφήνουμε τον εαυτό μας να είναι τόσο απασχολημένος και δεν κάνουμε πράγματα που θα έπρεπε ή που θα μας άρεσε να κάνουμε;»

Μετάφραση: Σοφία Σκουλικάρη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Φεβρουάριος 2015

Thursday, June 23, 2016

Το Βυζί - Philip Roth

«...Μήπως ήμουν απλώς ένα αμερικανόπαιδο που το τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου, ο πόθος να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος, ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί...»

«...Απ' τη λογοτεχνία τό 'παθα; "Μα δεν γίνεται, κύριε Κέπες!" λέει ο δόκτωρ Κλίνγκερ. Άλλο ορμόνες κι άλλο τέχνη. Δεν κατάντησα έτσι επειδή αφέθηκα να παρασυρθώ από τη φαντασία των μεγάλων συγγραφέων. "Ναι" του λέω, "αλλά ίσως μ' αυτό τον τρόπο γίνομαι Κάφκα, γίνομαι Γκόγκολ, γίνομαι Σουίφτ. Εκείνοι οραματίστηκαν θαυματουργές μεταμορφώσεις, γιατί ήταν καλλιτέχνες. Είχαν τη γλώσσα και τη μανία του παραμυθά. Εγώ δεν τά 'χα. Έτσι αναγκάστηκα να ζήσω τα οράματά τους εκ του φυσικού". "Αναγκαστήκατε;" "Για να φτιάξω τη δική μου τέχνη. Λαχταρούσα να γίνω καλλιτέχνης, αλλά δεν είχα την αναγκαία απόσταση. Αγαπούσα καθετί το ακραίο στη λογοτεχνία, εξιδανίκευα τους δημιουργούς της, γοητευόμουν από τις εικόνες και την υποβλητικότητά τους - " "Και λοιπόν; Ο κόσμος είναι γεμάτος φιλότεχνους!" "Να, κι έτσι έκανα το άλμα. Πέρα από την εξιδανίκευση. Ο λόγος εγένετο σαρξ, κι εγώ καφκικότερος του Κάφκα. Εκείνος φαντάστηκε απλώς έναν άνθρωπο που γίνεται κατσαρίδα. Κοιτάξτε όμως τι κατάφερα εγώ!"...»

«...Η υψηλή τέχνη μεταδίδεται στους ανθρώπους όπως και όλα τα άλλα...»

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κόντου
Εκδόσεις: γράμματα 1984  

Saturday, February 13, 2016

Το Στρίψιμο της Βίδας - Henry James

«...Δεν έχω ξαναδεί το Μπλάυ από τη μέρα που έφυγα, και φαντάζομαι πως στα πιο ηλικιωμένα και πιο έμπειρα μάτια μου θα φαινόταν τώρα αρκετά μαζεμένο. Αλλά όσο η μικρή οδηγός μου, με τα χρυσά μαλλιά της και το μπλε φουστανάκι της, χοροπηδούσε μπροστά μου στρίβοντας γωνιές και στραμπούλιζε διαδρόμους, οραματιζόμουν έναν πύργο παραμυθένιο, κατοικία μιας ροδόχρωμης νεράιδας, ένα μέρος που, για να διασκεδάσει η νεαρή φαντασία, θα έπαιρνε το χρώμα του από βιβλία με ιστορίες κι από παραμύθια. Μήπως δεν ήταν παρά ένα βιβλίο με παραμύθια, και καθώς το διάβαζα με πήρε ο ύπνος και ονειρευόμουν; Όχι, ήταν ένα μεγάλο, άσχημο, παλιό αλλά βασιλικό σπίτι, που ενσωμάτωνε κάτι λίγα απομεινάρια ενός ακόμη πιο παλιού σπιτιού, μισο-ανακαινισμένο και μισο-χρησιμοποιημένο - και μέσα σ' αυτό είχα τη φαντασίωση πως ήμασταν έρημοι, σχεδόν όσο μια χούφτα επιβάτες μέσα σ' ένα μεγάλο καράβι, έρμαιο της θάλασσας. Και το πιο παράξενο, εγώ κρατούσα το τιμόνι...»

«...Είχα συναίσθηση, καθώς μιλούσα, πως φαινόμουν να μην ξέρω τι λέω, γιατί έβλεπα αυτή την ιδέα να σχηματίζεται σιγά σιγά πάνω στο πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ. "Ένα άλλο πρόσωπο... τούτη τη φορά - αλλά εξίσου ολοφάνερα απαίσιο και σατανικό: μια γυναίκα μαυροφορεμένη, χλωμή και φρικαλέα... και μ' ένα τέτοιο ύφος, και μ' ένα τέτοιο πρόσωπο! Στην άλλη όχθη της λίμνης. Ήμουν εκεί με το παιδί... καμιά ωρούλα... και ήρθε ξαφνικά".
"Πώς ήρθε - από πού;"
"Από εκεί που έρχονται! Εμφανίστηκε και στάθηκε εκεί - μα όχι τόσο κοντά".
"Και δίχως να έρθει πιο κοντά;"
"Ω, για την εντύπωση και την αίσθηση που προκάλεσε, ήταν σαν να ήταν τόσο κοντά όσο εσύ!"
Η φίλη μου, με μια παράξενη ορμέμφυτη κίνηση, έκανε ένα βήμα πίσω: "Ήταν κάποια που δεν την έχετε ξαναδεί;"
"Ναι, αλλά κάποια που το παιδί την έχει ξαναδεί. Κάποια που την έχεις ξαναδεί κι εσύ". Και για να δείξω τι εννοούσα, πρόσθεσα: "Η προκάτοχή μου, εκείνη που πέθανε"...»

«..."Οι τέσσερίς τους, να είσαι βέβαιη για αυτό, ανταμώνουν αδιάκοπα. Αν ήσουν με ένα από τα παιδιά μια από τούτες τις τελευταίες νύχτες, θα είχες καταλάβει ξεκάθαρα. Όσο περισσότερο παρακολουθούσα και περίμενα, τόσο περισσότερο ένιωθα πως και τίποτε άλλο να μην ήταν για να βεβαιωθώ, θα αρκούσε η συστηματική σιωπή των δύο παιδιών. Ποτέ δεν τους ξέφυγε η παραμικρή νύξη για τους δύο παλιούς φίλους τους, ούτε και του Μάιλς για την αποβολή του από το σχολείο. Ω, ναι, μπορούμε να καθόμαστε και να κοιτάζουμε, κι αυτά να κάθονται φρόνιμα φρόνιμα - αλλά ακόμα κι όταν καμώνονται πως είναι απορροφημένα στα παραμύθια τους, είναι βυθισμένα στην οπτασία δύο νεκρών που ξαναγύρισαν. Δε διαβάζει της αδελφής του" δήλωσα ξεκάθαρα, "κουβεντιάζουν για κείνους - κουβεντιάζουν για φριχτά πράματα! Μιλάω, το ξέρω, σαν να ήμουν τρελή - και είναι θαύμα πώς δεν τρελάθηκα ακόμη. Αυτά που έχω δει, εσένα θα σε έκαναν να τρελαθείς, μα εμένα με έκαναν μονάχα να βλέπω πιο καθαρά, με έκαναν να καταλαβαίνω ακόμη κι άλλα πράγματα...»

Wednesday, January 6, 2016

Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ - F. Scott Fitzgerald

«...Τι θα κάνουμε το απόγευμα;» είπε η Νταίζυ. «Τι θα κάνουμε αύριο, τι θα κάνουμε τα επόμενα τριάντα χρόνια;»
«Μην τα βλέπεις τόσο μαύρα» είπε η Τζόρνταν. «Η ζωή αρχίζει ξανά με τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου...»

«...Έκλεινα τα τριάντα. Μπροστά μου εκτεινόταν ο δρόμος μιας νέας δεκαετίας, δυσοίωνος και απειλητικός.
Ήταν εφτά η ώρα όταν μπήκαμε στο κουπέ και ξεκινήσαμε για το Λονγκ Άιλαντ. Ο Τομ μιλούσε συνέχεια, γελούσε και θριαμβολογούσε, αλλά η φωνή του ήταν τόσο απόμακρη για την Τζόρνταν κι εμένα όσο η βαβούρα στο πεζοδρόμιο ή ο θόρυβος του εναέριου. Η ανθρώπινη συμπάθεια έχει τα όριά της κι εμείς δεν είχαμε αντίρρηση να αφήσουμε τις τραγικές προστριβές τους να ξεθωριάσουν μαζί με τα φώτα της πόλης πίσω μας. Τριάντα - η υπόσχεση μιας δεκαετίας μοναξιάς, όλο και λιγότεροι εργένηδες στον κύκλο των γνωριμιών σου, όλο και πιο αραιοί οι ενθουσιασμοί, όλο και πιο αραιά μαλλιά. Αλλά δίπλα μου ήταν η Τζόρνταν, που ήταν σοφότερη από την Νταίζυ και δεν κουβαλούσε ξεχασμένα όνειρα από τη μια ηλικία στην άλλη. Καθώς περνούσαμε από τη σκοτεινή γέφυρα, το ωχρό πρόσωπό της έγειρε νωχελικά στον ώμο του σακακιού μου και ο φοβερός χτύπος των τριάντα έσβησε με το καθησυχαστικό σφίξιμο του χεριού της.
Κι έτσι τρέχαμε προς τον θάνατο στη δροσιά του σούρουπου...»

«...Κανένα τηλεφωνικό μήνυμα δεν έφτασε, αλλά ο μπάτλερ δεν κοιμήθηκε και περίμενε μέχρι τις τέσσερις - όταν πια δεν υπήρχε κανένας να το παραλάβει, αν έφτανε. Έχω την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Γκάτσμπυ δεν πίστευε ότι θα ερχόταν κανένα μήνυμα, και ίσως και να μην τον ένοιαζε πια. Αν ήταν έτσι, θα πρέπει να ένιωθε ότι είχε χάσει τον παλιό κόσμο του, ότι είχε καταβάλει μεγάλο τίμημα ζώντας τόσα χρόνια με ένα και μοναδικό όνειρο. Θα πρέπει να κοίταξε ψηλά και να είδε μέσα από τρομακτικά φύλλα έναν ουρανό που δεν τού ήταν οικείος, θα πρέπει να ανατρίχιασε διαπιστώνοντας τι αλλόκοτο, τραγελαφικό, πράγμα είναι ένα τριαντάφυλλο και πόσο ωμό ήταν το φως του ήλιου πάνω στο ελάχιστο γρασίδι. Ένας νέος κόσμος, υλικός χωρίς να είναι πραγματικός, όπου περιπλανιόνται φτωχά φαντάσματα που αναπνέουν όνειρα σαν να ήταν αέρας... όπως εκείνη η χλομή, απόκοσμη μορφή που κινούνταν αθόρυβα προς το μέρος του μέσα από τα άμορφα δέντρα...»

Μετάφραση: Άρης Μπερλής
Εκδόσεις: Άγρα, 2012   

Wednesday, October 28, 2015

Στην άκρη του κόσμου - Γιώργος Ξενάριος

«...Ο Αλέξανδρος πάντα έρποντας, πλησίασε στο αμίλητο κεφάλι. Του ίσιωσε τα μαλλιά, το σφούγγισε από τα αίματα, το πέρασε και μια δόση φαρμακευτικό κερί. Ύστερα τράβηξε από τις μασχάλες τον στρατιώτη και τον έσυρε λίγα μέτρα πιο μακριά. Πήρε ένα χοντρό δοκάρι από κείνα που χρησίμευαν ως υποστυλώματα για να στηρίζουν τα λαγούμια στα χαρακώματα. Το κάρφωσε στο χώμα και πάνω του έδεσε με σκοινιά, όρθιο τον ανώνυμο στρατιώτη. Σαν σκιάχτρο, να φοβίζει τους εχθρούς.
 Έτσι, είπε, για να μάθουν πως δεν παραδινόμαστε...»

«...Την προσφυγή στο Θείο; αποκρίθηκε ερωτών ο Αποστόλου, ενώ οι έταιροι δύο σιωπούσαν αιδημόνως. Τι εννοείτε; Να ικετεύσουμε τον Θεό να άρει από πάνω μας το δεινό. Δεν γνώριζε ο Πανάγαθος ότι τα τέκνα του των Αλυκών δεν θέλουν να εξολοθρευτούν από τη χολέρα; Εσείς αστειεύεστε, αλλά τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα. Δηλαδή; Ξέρετε, δεν είναι στο χέρι του Θεού, αλλά στο δικό μας. Ο Θεός έχει αποσυρθεί από την Ιστορία, όχι όμως από τις ψυχές των ανθρώπων. Παρεμβαίνει μόνο μέσω αυτών, όλα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία των ανθρώπων. Σ' αυτήν δεν παρεμβαίνει ο Θεός; Μόνο κατ' εξαίρεση, για να μην αποτελέσει η Ιστορία αιτία που δεν θα Τον ανακαλύψουν. Εννοείτε το θαύμα; Και αυτό...»

«...Ριγμένοι άτακτα εδώ κι εκεί, οι κάτοικοι των Αλυκών προσπαθούσαν να αναπαυτούν, να πάρουν δυνάμεις από την κοπιώδη ανηφόρα που τους είχε φέρει ως εδώ πάνω. Κάρα πρατημένα, υποζύγια ελευθερωμένα και κατάκοπα, άνθρωποι ξαπλωμένοι στο χώμα και στο χορτάρι. Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο ολόφωτο βράδυ.
 Θά 'ταν μεσάνυχτα όταν έφτασαν. Ο Γρηγόριος και ο Αποστόλου κοιτούσαν τους πρώην κατοίκους των Αλυκών με κάτι σαν συγκατάβαση στα μάτια. Όλα θα γίνονταν δικά τους. Και το μέλλον γενάμενο παρόν.
 Έγινε παρόν το μέλλον εκείνη τη βραδιά, γιατί σε μια από τις σπάνιες αναπτυχώσεις του χρόνου διεστάλη η γη, ο ουράνιος θόλος, ο κόσμος όλος - και είδαν. Είδαν από πού ξεκινούσε και πού έφτανε όλη αυτή η πορεία, η δική τους πορεία. Διεστάλη ο θόλος, φούσκωσε ο ουρανός, κι ένας άγγελος-αντάρτης, σαρκωθείς, ενεφανίσθη λέγων: Τώρα το μέλλον θα γίνει παρόν για σας...»

«...Πίσω από τον αυχένα του Σίδερου, στο πρώτο, γυμνό ύψωμα, οι πορευόμενοι - ακριβέστερα: η εμπροσθοφυλακή τους - αντίκρισαν ένα παράξενο, πρωτοφανές για τους περισσότερους, θέαμα: πάνω στο γυμνό ύψωμα, στερεωμένο σε πρόχειρο ξύλινο πλαίσιο και κρεμάμενο, ένα παραλληλόγραμο άσπρο πανί· απέναντί του, σε απόσταση λίγων μέτρων, μια μηχανή που τώρα, ακριβώς τώρα, έβγαζε ένα άσπρο φως γουργουρίζοντας και προβάλλοντας μπροστά της μια δέσμη από άσπρο, διάφανο φως· άνθρωποι, φιλοπερίεργοι και αδημονούντες, καθισμένοι σε πρόχειρα στημένους ξύλινους πάγκους, στραμμένοι προς το πανί - έχοντας δηλαδή στραμμένα τα νώτα τους προς τον Γρηγόριο και τους υπόλοιπους της Πορείας (μα ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι περίμεναν;)· κι ένας άντρας, με σκούρα ντυμένος, σαν επίσημα, με επίσημες, σχεδόν ιερατικές κινήσεις, έπαιρνε θέση πίσω από το παράδοξο μηχάνημα, το οποίο, εκτός των άλλων, στο πλάι του έφερε μια απόφυση που σε λίγο το έμπειρο δάχτυλο του επίσημου, μαυροντυμένου άντρα θα οδηγούσε σε συνεχόμενη, κυκλική, ευγενική κίνηση...»

«...Μέσα στη νύχτα, μέσα σ' εκείνο το χλωμό φως, πάνω στο βουνό, μες στο κρύο και στο ψιλόβροχο, ένιωσε κάτι από τη μοναξιά του Θεού...»

Εκδόσεις: Κέδρος, 2011