«...Ο Αλέξανδρος πάντα έρποντας, πλησίασε στο αμίλητο κεφάλι. Του ίσιωσε τα μαλλιά, το σφούγγισε από τα αίματα, το πέρασε και μια δόση φαρμακευτικό κερί. Ύστερα τράβηξε από τις μασχάλες τον στρατιώτη και τον έσυρε λίγα μέτρα πιο μακριά. Πήρε ένα χοντρό δοκάρι από κείνα που χρησίμευαν ως υποστυλώματα για να στηρίζουν τα λαγούμια στα χαρακώματα. Το κάρφωσε στο χώμα και πάνω του έδεσε με σκοινιά, όρθιο τον ανώνυμο στρατιώτη. Σαν σκιάχτρο, να φοβίζει τους εχθρούς.
Έτσι, είπε, για να μάθουν πως δεν παραδινόμαστε...»
«...Την προσφυγή στο Θείο; αποκρίθηκε ερωτών ο Αποστόλου, ενώ οι έταιροι δύο σιωπούσαν αιδημόνως. Τι εννοείτε; Να ικετεύσουμε τον Θεό να άρει από πάνω μας το δεινό. Δεν γνώριζε ο Πανάγαθος ότι τα τέκνα του των Αλυκών δεν θέλουν να εξολοθρευτούν από τη χολέρα; Εσείς αστειεύεστε, αλλά τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα. Δηλαδή; Ξέρετε, δεν είναι στο χέρι του Θεού, αλλά στο δικό μας. Ο Θεός έχει αποσυρθεί από την Ιστορία, όχι όμως από τις ψυχές των ανθρώπων. Παρεμβαίνει μόνο μέσω αυτών, όλα τα υπόλοιπα είναι Ιστορία των ανθρώπων. Σ' αυτήν δεν παρεμβαίνει ο Θεός; Μόνο κατ' εξαίρεση, για να μην αποτελέσει η Ιστορία αιτία που δεν θα Τον ανακαλύψουν. Εννοείτε το θαύμα; Και αυτό...»
«...Ριγμένοι άτακτα εδώ κι εκεί, οι κάτοικοι των Αλυκών προσπαθούσαν να αναπαυτούν, να πάρουν δυνάμεις από την κοπιώδη ανηφόρα που τους είχε φέρει ως εδώ πάνω. Κάρα πρατημένα, υποζύγια ελευθερωμένα και κατάκοπα, άνθρωποι ξαπλωμένοι στο χώμα και στο χορτάρι. Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο ολόφωτο βράδυ.
Θά 'ταν μεσάνυχτα όταν έφτασαν. Ο Γρηγόριος και ο Αποστόλου κοιτούσαν τους πρώην κατοίκους των Αλυκών με κάτι σαν συγκατάβαση στα μάτια. Όλα θα γίνονταν δικά τους. Και το μέλλον γενάμενο παρόν.
Έγινε παρόν το μέλλον εκείνη τη βραδιά, γιατί σε μια από τις σπάνιες αναπτυχώσεις του χρόνου διεστάλη η γη, ο ουράνιος θόλος, ο κόσμος όλος - και είδαν. Είδαν από πού ξεκινούσε και πού έφτανε όλη αυτή η πορεία, η δική τους πορεία. Διεστάλη ο θόλος, φούσκωσε ο ουρανός, κι ένας άγγελος-αντάρτης, σαρκωθείς, ενεφανίσθη λέγων: Τώρα το μέλλον θα γίνει παρόν για σας...»
«...Πίσω από τον αυχένα του Σίδερου, στο πρώτο, γυμνό ύψωμα, οι πορευόμενοι - ακριβέστερα: η εμπροσθοφυλακή τους - αντίκρισαν ένα παράξενο, πρωτοφανές για τους περισσότερους, θέαμα: πάνω στο γυμνό ύψωμα, στερεωμένο σε πρόχειρο ξύλινο πλαίσιο και κρεμάμενο, ένα παραλληλόγραμο άσπρο πανί· απέναντί του, σε απόσταση λίγων μέτρων, μια μηχανή που τώρα, ακριβώς τώρα, έβγαζε ένα άσπρο φως γουργουρίζοντας και προβάλλοντας μπροστά της μια δέσμη από άσπρο, διάφανο φως· άνθρωποι, φιλοπερίεργοι και αδημονούντες, καθισμένοι σε πρόχειρα στημένους ξύλινους πάγκους, στραμμένοι προς το πανί - έχοντας δηλαδή στραμμένα τα νώτα τους προς τον Γρηγόριο και τους υπόλοιπους της Πορείας (μα ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι περίμεναν;)· κι ένας άντρας, με σκούρα ντυμένος, σαν επίσημα, με επίσημες, σχεδόν ιερατικές κινήσεις, έπαιρνε θέση πίσω από το παράδοξο μηχάνημα, το οποίο, εκτός των άλλων, στο πλάι του έφερε μια απόφυση που σε λίγο το έμπειρο δάχτυλο του επίσημου, μαυροντυμένου άντρα θα οδηγούσε σε συνεχόμενη, κυκλική, ευγενική κίνηση...»
«...Μέσα στη νύχτα, μέσα σ' εκείνο το χλωμό φως, πάνω στο βουνό, μες στο κρύο και στο ψιλόβροχο, ένιωσε κάτι από τη μοναξιά του Θεού...»
Εκδόσεις: Κέδρος, 2011
No comments:
Post a Comment