«...Μια από τις φαντασμαγορικές εικόνες που είχε συλλάβει ο φίλος μου, όχι τόσο αυστηρά αφηρημένης, μπορεί να σκιαγραφηθεί, αν και κάπως ισχνά με λόγια. Μια μικρή εικόνα παρουσίαζε το εσωτερικό μιας ατέλειωτης στενόμακρης θολωτής στοάς, με τοίχους χαμηλούς, λείους, λευκούς και χωρίς καμιά διακοπή ή άλλο στολίδι.
Μερικά συμπληρωματικά σημεία του σχεδίου έδειχναν με κάποιο τρόπο, πως αυτό το υπόγειο βρισκόταν σε ένα βάθος υπερβολικό κάτω από την επιφάνεια της γης. Κανένα άνοιγμα δεν έκοβε σε κανένα σημείο την απέραντη έκτασή του, και κανένας πυρσός ή οποιοδήποτε άλλο φως δεν φαινόταν πουθενά· ένα κύμα, ωστόσο, από εκθαμβωτικές ακτίνες κυλούσε από άκρη σε άκρη του, και το έλουζε ολόκληρο με μια φασματική, απίθανη λάμψη...»
«…μια βραδιά, αφού με πληροφόρησε ξαφνικά πως η λαίδη Μαντελάιν δεν υπήρχε πια, μου δήλωσε πως σκόπευε να κρατήσει το σώμα της για δεκαπέντε μέρες, προτού τελικά το θάψει, σε μια από τις πολλές θολωτές κρύπτες που υπήρχαν στους χοντρούς τοίχους του σπιτιού...»
«…Ο αδελφός είχε οδηγηθεί σε αυτή την απόφαση – έτσι τουλάχιστον μου είπε – εξαιτίας της ειδικής μορφής της αρρώστιας της νεκρής, ορισμένων ενοχλητικών μα απαραίτητων εξετάσεων που έπρεπε να κάνει ο γιατρός της και επειδή ο οικογενειακός τους τάφος βρισκόταν μακριά σε μέρος πολύ εκτεθειμένο…»
«…Μονάχοι εμείς οι δυο, μεταφέραμε το φέρετρο με το σώμα της λαίδης Μαντελάιν στον τόπο όπου επρόκειτο να αναπαυθεί...»
«…Αν το ακούω; Ναι, το ακούω, το έχω ακούσει. Για πολύ πολύ πολύ. Πολλά λεπτά, πολλές ώρες, πολλές μέρες, το έχω ακούσει, μα δεν τόλμησα - ω, λυπήσου με, λυπήσου το άθλιο ναυάγιο που είμαι! – δεν τόλμησα, δεν τόλμησα να μιλήσω! Τη βάλαμε ζωντανή στον τάφο! Δεν σου είπα πως οι αισθήσεις μου είναι οξύτατες; Τώρα σου λέω πως άκουσα τις πρώτες αδύναμες κινήσεις της μέσα στο φέρετρο. Τις άκουσα πολλές, πολλές μέρες πριν, μα δεν τόλμησα, δεν τόλμησα να μιλήσω και τώρα, απόψε, ο Έθελρεντ – χα, χα! – πες καλύτερα το σπάσιμο της κάσας της, το τρίξιμο των σιδερένιων στροφάλων της φυλακής της και το πάλεμα με το χαλκοντυμένο τόξο του θόλου! Ω! Πού θα πετάξω; Δεν θα φτάσει εδώ από στιγμή σε στιγμή; Δεν άκουσα τα βήματά της στη σκάλα; Δεν ξεχωρίζω το βαρύ, φρικτό κτύπο της καρδιάς της; Τρελέ! – εδώ τινάχτηκε όρθιος με μανία και φώναξε λες και μαζί με τα λόγια που ξεστόμισε έβγαινε και η ψυχή του. Τρελέ! Σου λέω πως τώρα στέκει εκεί έξω από την πόρτα!»
Μετάφραση: Στέλλα Βουρδούμπα
Εκδόσεις: Ελευθεροτυπία 2006
Εκδόσεις: Ελευθεροτυπία 2006