«..Είναι το ουροβόρο ζώο που περικυκλώνει το λαβύρινθο, στον οποίο θα διαβείς οκτώ πόρτες μέχρι να βρεις το δράκο που σπεύδει στο αίνιγμα της λέξης. Κάθε πόρτα έχει δύο κλειδιά: το πρώτο είναι αέρας και το δεύτερο ύλη, αλλά και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα. Θα βάλεις την ύλη στο δέρμα του φιδιού, με τη φορά του φωτός της ανατολής, και στην κοιλιά του τη σφραγίδα Κρόνου. Θα ανοίξεις τη σφραγίδα εννέα φορές και, όταν ο καθρέφτης δείξει το δρόμο, θα έχεις τη χαμένη λέξη που φέρνει το φως από τα σκοτάδια...»
«…Η σκιά του καμπαναριού της εκκλησίας προβαλλόταν στο έδαφος, κοντά τους. Η φαρδιά και σκοτεινή σιλουέτα είχε μετακινηθεί σιγά σιγά με κατεύθυνση αντίθετη στον ήλιο. Παρατήρησε ότι ο σταυρός του καμπαναριού έμενε στα πόδια της κοπέλας, πολύ κοντά της, αλλά χωρίς να την αγγίξει ούτε μια στιγμή. Συνετή, η σκιά του σταυρού κρατιόταν σε απόσταση...»
«...Σ’ εκείνη την Πράγα, κύριε Κόρσο, σε σκοτεινά δωμάτια υπήρχαν άνθρωποι που γνώριζαν την κάρμινα, την τέχνη των μαγικών λέξεων· τη νεκρομαντεία, δηλαδή την τέχνη να επικοινωνείς με τους νεκρούς…» «…Και την γκοέθια…» «…Την τέχνη να επικοινωνείς με τον Διάβολο...»
«...Το ζεστό νερό αγκάλιασε το δέρμα του Κόρσο όταν μπήκε κάτω από το ντους· το άφησε να τρέχει στο πρόσωπό του, να του καίει τα βλέφαρα, και άντεχε τον πόνο με τα σαγόνια σφιγμένα και τους μύες του να συσπώνται, καταπιέζοντας τη λαχτάρα να ουρλιάξει, μέσα απ’ την υγρή ζέστη που τον έπνιγε, τον πόνο της μοναξιάς του. Επί τέσσερα χρόνια, ένα μήνα και δώδεκα μέρες, όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι, η Νίκον έμπαινε μαζί του στο μπάνιο, για να του σαπουνίσει αργά, ατελείωτα την πλάτη. Και συχνά σφιγγόταν γύρω από το σώμα του, όπως μια μικρή που είχε χαθεί μες στη βροχή. Μια μέρα θα φύγω χωρίς να σε έχω γνωρίσει ποτέ. Θα θυμάσαι τότε τα μεγάλα μου μαύρα μάτια. Τις σιωπηλές μου κατηγορίες. Τα βογκητά της αγωνίας μου όταν κοιμόμουνα. Τους εφιάλτες μου, που μπορούσες να εξορκίσεις. Θα τα θυμάσαι όλ’ αυτά όταν θα έχω φύγει...»
Μετάφραση: Δημήτρης Δημουλάς
Εκδόσεις: Πατάκη
No comments:
Post a Comment